ῥεμβασμός: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(6_15) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥεμβασμός''': ὁ, τὸ ῥέμβεσθαι, περιπλανᾶσθαι· μεταφ., [[ἀνήσυχος]] καὶ τεταρασμένη [[διάθεσις]] τῆς ψυχῆς, ἀνησυχία τοῦ νοῦ, ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. Δ΄, 12). Ὁ Βαρῖνος ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «[[ἀχαλίνωτος]] [[ἔννοια]]» καὶ «ζωῆς [[ἀφανισμός]]». | |lstext='''ῥεμβασμός''': ὁ, τὸ ῥέμβεσθαι, περιπλανᾶσθαι· μεταφ., [[ἀνήσυχος]] καὶ τεταρασμένη [[διάθεσις]] τῆς ψυχῆς, ἀνησυχία τοῦ νοῦ, ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. Δ΄, 12). Ὁ Βαρῖνος ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «[[ἀχαλίνωτος]] [[ἔννοια]]» καὶ «ζωῆς [[ἀφανισμός]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ῥεμβασμός]], ο ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ευάρεστη [[περιπλάνηση]] της φαντασίας και της σκέψης, [[ονειροπόληση]]<br /><b>2.</b> ρομαντική [[διάθεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ανήσυχη και ταραγμένη [[διάθεση]] της ψυχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέμβομαι</i> μέσω ενός αμάρτυρου, στην αρχαία, ενεστ. <i>ῥεμβάζομαι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A roaming about: metaph., wavering, anxious turn of mind, ib.Wi. 4.12.
German (Pape)
[Seite 837] ὁ, das Umhertreiben, LXX.; – übtr., unruhiger, geängstigter, zweifelhafter Gemüthszustand, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥεμβασμός: ὁ, τὸ ῥέμβεσθαι, περιπλανᾶσθαι· μεταφ., ἀνήσυχος καὶ τεταρασμένη διάθεσις τῆς ψυχῆς, ἀνησυχία τοῦ νοῦ, ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. Δ΄, 12). Ὁ Βαρῖνος ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «ἀχαλίνωτος ἔννοια» καὶ «ζωῆς ἀφανισμός».
Greek Monolingual
ῥεμβασμός, ο ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ευάρεστη περιπλάνηση της φαντασίας και της σκέψης, ονειροπόληση
2. ρομαντική διάθεση
μσν.-αρχ.
ανήσυχη και ταραγμένη διάθεση της ψυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέμβομαι μέσω ενός αμάρτυρου, στην αρχαία, ενεστ. ῥεμβάζομαι].