ῥευστός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
(Bailly1_4)
(36)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui coule ; <i>fig.</i> fugitif, inconstant.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ῥέω]].
|btext=ή, όν :<br />qui coule ; <i>fig.</i> fugitif, inconstant.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ῥέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥευστός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να ρέει, που δεν έχει σταθερό [[σχήμα]] ή όγκο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]] («η [[κατάσταση]] στις μέρες μας [[είναι]] ρευστή»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ρευστό</i><br />α) <b>φυσ.</b> συνοπτική [[ονομασία]] τών υγρών ή αέριων σωμάτων, οι δομικές μονάδες τών οποίων έλκονται με χαλαρές, σχετικά, δυνάμεις, με [[συνέπεια]] να [[είναι]] δυνατόν να ολισθαίνουν ελεύθερα η μία σε [[σχέση]] με την [[άλλη]] ή να μετατοπίζονται ανεξάρτητα η μία από την [[άλλη]], [[έτσι]] ώστε τα σώματα αυτά να αποκτούν το [[σχήμα]] του δοχείου που τά περιέχει<br />β) διαθέσιμο [[χρήμα]] σε [[μετρητά]] («η [[έλλειψη]] ρευστού έχει μειώσει την [[κίνηση]] στην [[αγορά]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τέλειο [ή ιδανικό] ρευστό» — ρευστό [[χωρίς]] εσωτερική [[τριβή]]<br />β) «[[μηχανική]] ρευστών» — η [[ρευστομηχανική]]<br />γ) «ιξώδες τών ρευστών» — [[ιδιότητα]] τών ρευστών, [[ιδίως]] τών υγρών, που χαρακτηρίζει τον βαθμό της εσωτερικής τριβής τών μορίων τους<br />(αρχ) (για τον χρόνο) αυτός που μοιάζει να τρέχει, να κυλάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Μτγν. επίθ. σχηματισμένο από την απαθή [[βαθμίδα]] του ρ. <i>ῥέω</i> με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πνευστός]])].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥευστός Medium diacritics: ῥευστός Low diacritics: ρευστός Capitals: ΡΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: rheustós Transliteration B: rheustos Transliteration C: refstos Beta Code: r(eusto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A in a state of flux, flowing, ἔργα Emp.121.3; ἡ ὕλη Arist.Fr.207, S.E.P.1.217, Porph.Antr.5; of time flowing away, Ath.Mech.3.10.    2 metaph., fluctuating, unsettled, οὐσία Plu.2.268d; ὀλισθηρὰν καὶ ῥ. εἰς ἅπαντα τὴν πολυπραγμοσύνην ποιοῦντες ib.522a.

German (Pape)

[Seite 838] geflossen, flüssig, übh. nicht fest, dah. übtr. = in steter Bewegung, schwankend, unbeständig, fluxus; ὀλισθηρὰν καὶ ῥευστὴν εἰς ἅπαντα τὴν πολυπραγμοσύνην ποιεῖν, Plut. de curios. 13; καὶ μεταβλητά, Adv. Colot. 16, öfter; ὕλη, S. Emp. pyrrh. 1, 217.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui coule ; fig. fugitif, inconstant.
Étymologie: adj. verb. de ῥέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥευστός, -ή, -όν, ΝΑ
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, που δεν έχει σταθερό σχήμα ή όγκο
2. μτφ. ασταθής, ευμετάβλητος («η κατάσταση στις μέρες μας είναι ρευστή»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ρευστό
α) φυσ. συνοπτική ονομασία τών υγρών ή αέριων σωμάτων, οι δομικές μονάδες τών οποίων έλκονται με χαλαρές, σχετικά, δυνάμεις, με συνέπεια να είναι δυνατόν να ολισθαίνουν ελεύθερα η μία σε σχέση με την άλλη ή να μετατοπίζονται ανεξάρτητα η μία από την άλλη, έτσι ώστε τα σώματα αυτά να αποκτούν το σχήμα του δοχείου που τά περιέχει
β) διαθέσιμο χρήμα σε μετρητά («η έλλειψη ρευστού έχει μειώσει την κίνηση στην αγορά»)
2. φρ. α) «τέλειο [ή ιδανικό] ρευστό» — ρευστό χωρίς εσωτερική τριβή
β) «μηχανική ρευστών» — η ρευστομηχανική
γ) «ιξώδες τών ρευστών» — ιδιότητα τών ρευστών, ιδίως τών υγρών, που χαρακτηρίζει τον βαθμό της εσωτερικής τριβής τών μορίων τους
(αρχ) (για τον χρόνο) αυτός που μοιάζει να τρέχει, να κυλάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτγν. επίθ. σχηματισμένο από την απαθή βαθμίδα του ρ. ῥέω με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πνευστός)].