σιναρός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6_4)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐνᾰρός''': -ά, -όν, ([[σίνομαι]]) βεβλαμμένος, κεκακωμένος, ὀδόντες, [[σκέλος]] Ἱππ. 781F, 819G· τὸ σιναρὸν ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 774. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ κεκακωμένον καὶ βεβλαμμένον πονηρόν».
|lstext='''σῐνᾰρός''': -ά, -όν, ([[σίνομαι]]) βεβλαμμένος, κεκακωμένος, ὀδόντες, [[σκέλος]] Ἱππ. 781F, 819G· τὸ σιναρὸν ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 774. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ κεκακωμένον καὶ βεβλαμμένον πονηρόν».
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[βλαβερός]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> [[νοσηρός]], αυτός που έχει υποστεί [[βλάβη]] (α. «σιναρὰ [[χείρ]]», Ιπποκρ.<br />β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίνος]] «[[φθορά]], [[καταστροφή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ρυπ</i>-[[αρός]], <i>σθεν</i>-[[αρός]])].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐνᾰρός Medium diacritics: σιναρός Low diacritics: σιναρός Capitals: ΣΙΝΑΡΟΣ
Transliteration A: sinarós Transliteration B: sinaros Transliteration C: sinaros Beta Code: sinaro/s

English (LSJ)

ά, όν, (σίνομαι)

   A hurt, damaged, χείρ, ὀδόντες, σκέλος, Hp. Art.3,34, 52; τὸ σ. Id.Fract.33, Art.60.

German (Pape)

[Seite 883] 1) schädlich (s. σινδρός). – 2) pass., beschädigt, schadhaft, krankhaft, Hippocr. u. a. Medic., σιναρὰ μέρη, = κεκακωμένα καὶ βεβλαμμένα.

Greek (Liddell-Scott)

σῐνᾰρός: -ά, -όν, (σίνομαι) βεβλαμμένος, κεκακωμένος, ὀδόντες, σκέλος Ἱππ. 781F, 819G· τὸ σιναρὸν ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 774. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ κεκακωμένον καὶ βεβλαμμένον πονηρόν».

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. βλαβερός, καταστρεπτικός
2. νοσηρός, αυτός που έχει υποστεί βλάβη (α. «σιναρὰ χείρ», Ιπποκρ.
β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίνος «φθορά, καταστροφή» + κατάλ. -αρός (πρβλ. ρυπ-αρός, σθεν-αρός)].