σιωπηρός: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(6_4) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σιωπηρός''': -ά, -όν, [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] πρὸς τὸν προηγούμενον, Ἀνθ. Π. 7. 199, 211· σιωπηρότερος (-λότερος), ὡς μνημονεύεται ἐν Ἀθην. 188Α), Ξεν. Συμπ. 1, 9. Ἐπίρρ. -ρῶς, Mai Coll. Vat. 7, ἐν τέλ.. | |lstext='''σιωπηρός''': -ά, -όν, [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] πρὸς τὸν προηγούμενον, Ἀνθ. Π. 7. 199, 211· σιωπηρότερος (-λότερος), ὡς μνημονεύεται ἐν Ἀθην. 188Α), Ξεν. Συμπ. 1, 9. Ἐπίρρ. -ρῶς, Mai Coll. Vat. 7, ἐν τέλ.. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σιωπηρός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />[[σιωπηλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται σε [[κατάσταση]] σιωπής ή αυτός που δηλώνεται με [[σιωπή]] («σιωπηρή [[συγκατάβαση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιωπηρώς</i> / <i>σιωπηρῶς</i> ΝΑ<br />με [[σιγή]], σιωπηλά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χωρίς]] [[κανείς]] να δηλώνει ή να αναφέρει [[κάτι]] («η απόφασή του έγινε σιωπηρώς αποδεκτή»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιωπή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>, <i>τολμ</i>-<i>ηρός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,= foreg., AP7.199, 211 (both Tymn.); σιωπηρότερος (-ηλότερος as cited in Ath.5.188a) X.Smp.1.9. Adv. -ρῶς Gloss.
German (Pape)
[Seite 887] minder gebr. Nebenform für σιωπ ηλός, L. Dind. u. Bornem. Xen. Conv. 1, 9; vgl. B. A. 113; νυκτὸς ὁδοί, Tymn. 2 (VII, 199).
Greek (Liddell-Scott)
σιωπηρός: -ά, -όν, τύπος ἰσοδύναμος πρὸς τὸν προηγούμενον, Ἀνθ. Π. 7. 199, 211· σιωπηρότερος (-λότερος), ὡς μνημονεύεται ἐν Ἀθην. 188Α), Ξεν. Συμπ. 1, 9. Ἐπίρρ. -ρῶς, Mai Coll. Vat. 7, ἐν τέλ..
Greek Monolingual
-ή, -ό / σιωπηρός, -ά, -όν, ΝΑ
σιωπηλός
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σε κατάσταση σιωπής ή αυτός που δηλώνεται με σιωπή («σιωπηρή συγκατάβαση»).
επίρρ...
σιωπηρώς / σιωπηρῶς ΝΑ
με σιγή, σιωπηλά
νεοελλ.
χωρίς κανείς να δηλώνει ή να αναφέρει κάτι («η απόφασή του έγινε σιωπηρώς αποδεκτή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιωπή + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός, τολμ-ηρός)].