σκληρόστομος: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
(6_18) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκληρόστομος''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν [[στόμα]], [[δυσπειθής]], [[δυσήνιος]], ἐπὶ ἵππων, [[Πολυδ]]. Α΄, 197. ΙΙ. ὃν δυσκόλως προφέρει τις, σῖγμα Ἀριστόξ. παρ’ Ἀθην. 467Β. | |lstext='''σκληρόστομος''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν [[στόμα]], [[δυσπειθής]], [[δυσήνιος]], ἐπὶ ἵππων, [[Πολυδ]]. Α΄, 197. ΙΙ. ὃν δυσκόλως προφέρει τις, σῖγμα Ἀριστόξ. παρ’ Ἀθην. 467Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[σκληρόστομος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκληρό [[στόμα]]<br /><b>2.</b> (για φθόγγο) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να προφέρει, δυσκολοπρόφερτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για [[άλογο]]) [[ατίθασος]], απείθαρχος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>αὐθαδό</i>-<i>στομος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard-mouthed, of horses, Poll.1.197, Sch.S.El.724. II hard to pronounce, σῖγμα Aristox. ap. Ath.11.467a.
German (Pape)
[Seite 901] 1) hartmäulig, eigtl. vom Pferde, dah. unbändig, widerspenstig. – 2) vou harter Aussprache, hart od. schwer auszusprechen, σίγμα Aristox. bei Ath. XI, 467 b; Schol. Soph. El. 724.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρόστομος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν στόμα, δυσπειθής, δυσήνιος, ἐπὶ ἵππων, Πολυδ. Α΄, 197. ΙΙ. ὃν δυσκόλως προφέρει τις, σῖγμα Ἀριστόξ. παρ’ Ἀθην. 467Β.
Greek Monolingual
-η, -ο / σκληρόστομος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει σκληρό στόμα
2. (για φθόγγο) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να προφέρει, δυσκολοπρόφερτος
αρχ.
μτφ. (για άλογο) ατίθασος, απείθαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αὐθαδό-στομος].