σκῦρος: Difference between revisions
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />éclat, morceau de pierre.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de sûr ; l’étym. pop. le rattache à [[σκῖρος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />éclat, morceau de pierre.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de sûr ; l’étym. pop. le rattache à [[σκῖρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σκύρος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> μικρό [[κομμάτι]] λίθου προερχόμενο από λάξευσή του, [[σκύρο]], [[χαλίκι]]<br /><b>2.</b> η κεντρική [[γραμμή]] στο [[παιχνίδι]] [[επίσκυρος]]. [[διότι]] επισημαινόταν με μικρούς λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι υποθέσεις ότι η λ. συνδέεται με τα: λιθ. <i>skiaurė</i> «μικρή διάτρητη [[κύστη]]», <i>kiauras</i>«τρυπημένος», αρχ. άνω γερμ. <i>scora</i> «[[φτυάρι]]», αρχ. ινδ. <i>skauti</i> «[[ταράζω]], [[ενοχλώ]]». Η [[σύνδεση]] της λ. με τη συνώνυμη [[σκῖρος]] «σκληρή, ακαλλιέργητη γη» οφείλεται σε παρετυμολ. Πιθανή, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] του τ. με το [[τοπωνύμιο]] <i>Σκῦρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,= λατύπη,
A chippings of stone, used as road-metal, IG42 (1).102.27 (Epid., iv B.C.), Sch.Pi.P.5.124, Hsch., cf. Poll.9.104; cf. σκῖρος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
éclat, morceau de pierre.
Étymologie: DELG rien de sûr ; l’étym. pop. le rattache à σκῖρος.
Greek Monolingual
και σκύρος, ὁ, Α
1. μικρό κομμάτι λίθου προερχόμενο από λάξευσή του, σκύρο, χαλίκι
2. η κεντρική γραμμή στο παιχνίδι επίσκυρος. διότι επισημαινόταν με μικρούς λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι υποθέσεις ότι η λ. συνδέεται με τα: λιθ. skiaurė «μικρή διάτρητη κύστη», kiauras«τρυπημένος», αρχ. άνω γερμ. scora «φτυάρι», αρχ. ινδ. skauti «ταράζω, ενοχλώ». Η σύνδεση της λ. με τη συνώνυμη σκῖρος «σκληρή, ακαλλιέργητη γη» οφείλεται σε παρετυμολ. Πιθανή, τέλος, θεωρείται η σύνδεση του τ. με το τοπωνύμιο Σκῦρος].