σκύταλον: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(SL_2)
(37)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>σκῠτᾰλον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[club]] [[ἀντίον]] [[πῶς]] ἂν τριόδοντος [[Ἡρακλέης]] [[σκύταλον]] τίναξε χερσίν (O. 9.30)
|sltr=<b>σκῠτᾰλον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[club]] [[ἀντίον]] [[πῶς]] ἂν τριόδοντος [[Ἡρακλέης]] [[σκύταλον]] τίναξε χερσίν (O. 9.30)
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[ρόπαλο]], [[σκυτάλη]], [[μαγκούρα]] («[[ἐπεὶ]] [[ἀντίον]] πῶς ἂν τριόδοντος [[Ἡρακλέης]] [[σκύταλον]] τίναξε χερσίν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[σκυτάλη]], [[κατά]] τα ουδ.].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠτᾰλον Medium diacritics: σκύταλον Low diacritics: σκύταλον Capitals: ΣΚΥΤΑΛΟΝ
Transliteration A: skýtalon Transliteration B: skytalon Transliteration C: skytalon Beta Code: sku/talon

English (LSJ)

τό,= σκυτάλη,

   A cudgel, club, Pi.O.9.30, Hdt.3.137, Ar.Ec.76, X.An.7.4.15: also σκύταλος, ὁ, Tz.H.9.130.    II v. σκύτη.

German (Pape)

[Seite 908] τό, = σκυτάλη; – 1) Stock, Stab, Keule; des Heralles, τίναξε, Pind. Gl. 9, 30; Her. 3, 137; Ar. Eccl. 76. 78; Xen. An. 7, 4, 15. – 2) bei den Siciliern der Hals, Schol. Ar. Av. 1283.

Greek (Liddell-Scott)

σκύτᾰλον: [ῠ], τό, = σκυτάλη, ῥόπαλον, «μαγκοῦρα», Πινδ. Ο. 9. 45, Ἡρόδ. 3. 137, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 76, Ξεν. Ἀνάβ. 7.4, 15· - οὕτω σκύταλος, ὁ, Τζέτζ. ΙΙ. ἴδε σκύτη.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bâton à gros bout, massue.
Étymologie: σκυτάλη.

English (Slater)

σκῠτᾰλον
   1 club ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν (O. 9.30)

Greek Monolingual

τὸ, Α
ρόπαλο, σκυτάλη, μαγκούραἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σκυτάλη, κατά τα ουδ.].