στυφός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />âcre, acerbe ; astringent.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
|btext=ή, όν :<br />âcre, acerbe ; astringent.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στυφός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική [[γεύση]], που προκαλεί παροδική [[ξηρότητα]] στο [[στόμα]], όπως λ.χ. το [[κυδώνι]], το [[μούσμουλο]] και τα άγουρα φρούτα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυσάρεστος]]<br />β) δυσαρεστημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αυστηρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στυφός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική [[γεύση]], που προκαλεί παροδική [[ξηρότητα]] στο [[στόμα]], όπως λ.χ. το [[κυδώνι]], το [[μούσμουλο]] και τα άγουρα φρούτα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυσάρεστος]]<br />β) δυσαρεστημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αυστηρός]].
|mltxt=-ή, -ό / [[στυφός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική [[γεύση]], που προκαλεί παροδική [[ξηρότητα]] στο [[στόμα]], όπως λ.χ. το [[κυδώνι]], το [[μούσμουλο]] και τα άγουρα φρούτα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυσάρεστος]]<br />β) δυσαρεστημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αυστηρός]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡφός Medium diacritics: στυφός Low diacritics: στυφός Capitals: ΣΤΥΦΟΣ
Transliteration A: styphós Transliteration B: styphos Transliteration C: styfos Beta Code: stufo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A astringent, οἶνος Gp.6.11.2 (Comp.), but σ. οἶνος,= viscidus, Gloss., and so perh. Gp.l.c.: metaph., Νεμέσεως ἀστὴρ . . τῇ γεύσει σ. Vett.Val.2.23.

German (Pape)

[Seite 960] = στυφρός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στῡφός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 2, Γεωπ. 6, 11, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
âcre, acerbe ; astringent.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυφός, -ή, -όν, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική γεύση, που προκαλεί παροδική ξηρότητα στο στόμα, όπως λ.χ. το κυδώνι, το μούσμουλο και τα άγουρα φρούτα
2. μτφ. α) δυσάρεστος
β) δυσαρεστημένος
αρχ.
μτφ. αυστηρός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυφός, -ή, -όν, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική γεύση, που προκαλεί παροδική ξηρότητα στο στόμα, όπως λ.χ. το κυδώνι, το μούσμουλο και τα άγουρα φρούτα
2. μτφ. α) δυσάρεστος
β) δυσαρεστημένος
αρχ.
μτφ. αυστηρός.