συναναγιγνώσκω: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=lire avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναγιγνώσκω]]. | |btext=lire avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναγιγνώσκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ, και συναναγινώσκω Μ<br />[[διαβάζω]] [[κάτι]] σε [[συνεργασία]] με άλλους(«φιλολόγους συναναγιγνώσκοντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαβάζω]] [[κάτι]] [[μεταξύ]] τών άλλων, [[μαζί]] με άλλα. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, και συναναγινώσκω Μ<br />[[διαβάζω]] [[κάτι]] σε [[συνεργασία]] με άλλους(«φιλολόγους συναναγιγνώσκοντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαβάζω]] [[κάτι]] [[μεταξύ]] τών άλλων, [[μαζί]] με άλλα. | |mltxt=ΜΑ, και συναναγινώσκω Μ<br />[[διαβάζω]] [[κάτι]] σε [[συνεργασία]] με άλλους(«φιλολόγους συναναγιγνώσκοντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαβάζω]] [[κάτι]] [[μεταξύ]] τών άλλων, [[μαζί]] με άλλα. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
A read together, ib.180d; τισι ib.97a, cf. Gal.18(2).321:— Pass., Phot.Bibl.p.145 B., al.
German (Pape)
[Seite 999] (s. γιγνώσκω), mit oder zugleich lesen, Plut. de amic. mult. z. E.
Greek (Liddell-Scott)
συναναγιγνώσκω: ἀναγινώσκω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 180D· τινὶ αὐτόθι 97Α κτλ.
French (Bailly abrégé)
lire avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναγιγνώσκω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και συναναγινώσκω Μ
διαβάζω κάτι σε συνεργασία με άλλους(«φιλολόγους συναναγιγνώσκοντας», Πλούτ.)
μσν.
διαβάζω κάτι μεταξύ τών άλλων, μαζί με άλλα.
Greek Monolingual
ΜΑ, και συναναγινώσκω Μ
διαβάζω κάτι σε συνεργασία με άλλους(«φιλολόγους συναναγιγνώσκοντας», Πλούτ.)
μσν.
διαβάζω κάτι μεταξύ τών άλλων, μαζί με άλλα.