συμπροπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπροπίπτω''': ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μετά τινος, τινι Πολύβ. 31. 22, 1. | |lstext='''συμπροπίπτω''': ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μετά τινος, τινι Πολύβ. 31. 22, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[προπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ταυτόχρονα με άλλον. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[προπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ταυτόχρονα με άλλον. | |mltxt=Α [[προπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ταυτόχρονα με άλλον. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
A rush forth with, τινι f.l. in Plb.31.14.1.
German (Pape)
[Seite 990] (s. πίπτω), mit od. zugleich heraus-od. hervorfallen, hervorgehen, Pol. 31, 22, 1.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροπίπτω: ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μετά τινος, τινι Πολύβ. 31. 22, 1.
Greek Monolingual
Α προπίπτω
πέφτω προς τα εμπρός ταυτόχρονα με άλλον.