συναντιλαμβάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
(39)
(39)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=2nd aorist [[middle]] subjunctive 3rd [[person]] [[singular]] συναντιλάβηται; to [[lay]] [[hold]] [[along]] [[with]], to [[strife]] to [[obtain]] [[with]] others, [[help]] in [[obtaining]] (τῆς ἐλευθερίας, Diodorus 14,8); to [[take]] [[hold]] [[with]] [[another]] ([[who]] is laboring), [[hence]], [[universally]], to [[help]]: τίνι, [[one]], Josephus, anti. 4,8, 4).
|txtha=2nd aorist [[middle]] subjunctive 3rd [[person]] [[singular]] συναντιλάβηται; to [[lay]] [[hold]] [[along]] [[with]], to [[strife]] to [[obtain]] [[with]] others, [[help]] in [[obtaining]] (τῆς ἐλευθερίας, Diodorus 14,8); to [[take]] [[hold]] [[with]] [[another]] ([[who]] is laboring), [[hence]], [[universally]], to [[help]]: τίνι, [[one]], Josephus, anti. 4,8, 4).
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να αποκτήσει [[κάτι]] («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] στην [[υποστήριξη]] («συναντιλήψονται [[μετὰ]] σοῡ τὴν ὁρμὴν τοῡ λαοῡ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀντιλαμβάνομαι</i> «[[βοηθώ]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να αποκτήσει [[κάτι]] («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] στην [[υποστήριξη]] («συναντιλήψονται [[μετὰ]] σοῡ τὴν ὁρμὴν τοῡ λαοῡ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀντιλαμβάνομαι</i> «[[βοηθώ]]»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να αποκτήσει [[κάτι]] («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] στην [[υποστήριξη]] («συναντιλήψονται [[μετὰ]] σοῡ τὴν ὁρμὴν τοῡ λαοῡ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀντιλαμβάνομαι</i> «[[βοηθώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναντιλαμβάνομαι Medium diacritics: συναντιλαμβάνομαι Low diacritics: συναντιλαμβάνομαι Capitals: ΣΥΝΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: synantilambánomai Transliteration B: synantilambanomai Transliteration C: synantilamvanomai Beta Code: sunantilamba/nomai

English (LSJ)

Med.,

   A help in gaining a thing, τῆς ἐλευθερίας D.S.14.8; τῶν τῇ πόλει συμφερόντων SIG412.7 (Delph., iii B.C.); τῆς θεραπείας Phld.Lib.p.19 O.; assist in supporting, τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ LXX Nu.11.17: abs., render assistance, περί τινων PHib.1.82.18 (iii B.C.); εἴς τι OGI267.26 (Pergam., iii B.C.).    II c. dat., take part with, help, LXXEx.18.22, Ps.88(89).22, Ev.Luc.10.40.

German (Pape)

[Seite 1001] (s. λαμβάνω), pass., mit Hand anlegen und helfen bei einer Sache, τινός, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συναντιλαμβάνομαι: μέσ., συμβοηθῶ εἴς τι, μετὰ γεν., Διόδ. 14. 8, Ἐπιγρ. Δελφ. 68· βοηθῶ εἰς ὑποστήριξίν τινος, τι Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΑ΄, 17). ΙΙ. μετὰ δοτικ., συναντιλήψονταί σοι αὐτόθι (Ἔξοδ. ΙΗ΄, 22, Ψαλμ. ΠΗ΄, 21).

English (Strong)

from σύν and ἀντιλαμβάνομαι; to take hold of opposite together, i.e. co-operate (assist): help.

English (Thayer)

2nd aorist middle subjunctive 3rd person singular συναντιλάβηται; to lay hold along with, to strife to obtain with others, help in obtaining (τῆς ἐλευθερίας, Diodorus 14,8); to take hold with another (who is laboring), hence, universally, to help: τίνι, one, Josephus, anti. 4,8, 4).

Greek Monolingual

ΜΑ
βοηθώ, συντρέχω
αρχ.
1. βοηθώ κάποιον να αποκτήσει κάτι («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», Διόδ.)
2. βοηθώ στην υποστήριξη («συναντιλήψονται μετὰ σοῡ τὴν ὁρμὴν τοῡ λαοῡ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀντιλαμβάνομαι «βοηθώ»].

Greek Monolingual

ΜΑ
βοηθώ, συντρέχω
αρχ.
1. βοηθώ κάποιον να αποκτήσει κάτι («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», Διόδ.)
2. βοηθώ στην υποστήριξη («συναντιλήψονται μετὰ σοῡ τὴν ὁρμὴν τοῡ λαοῡ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀντιλαμβάνομαι «βοηθώ»].