Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνενθουσιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνενθουσιάζω''': ἐνθουσιῶ [[ὁμοῦ]], [[μετέχω]] τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Διόδ. 4. 3· ― οὕτω, συνενθουσιάω, Πολύβ. 38. 4, 7, Στράβ. 147, κτλ.· τινι, μετά τινος, Πλουτ. Κοριολ. 17· ἢ [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Λογγῖν. 13. 2.
|lstext='''συνενθουσιάζω''': ἐνθουσιῶ [[ὁμοῦ]], [[μετέχω]] τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Διόδ. 4. 3· ― οὕτω, συνενθουσιάω, Πολύβ. 38. 4, 7, Στράβ. 147, κτλ.· τινι, μετά τινος, Πλουτ. Κοριολ. 17· ἢ [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Λογγῖν. 13. 2.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(για τις Βάκχες) [[γίνομαι]] [[ένθους]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[έκσταση]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐνθουσιάζω]] «βρίσκομαι σε [[έκσταση]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[μανία]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(για τις Βάκχες) [[γίνομαι]] [[ένθους]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[έκσταση]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐνθουσιάζω]] «βρίσκομαι σε [[έκσταση]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[μανία]]»].
|mltxt=Α<br />(για τις Βάκχες) [[γίνομαι]] [[ένθους]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[έκσταση]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐνθουσιάζω]] «βρίσκομαι σε [[έκσταση]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[μανία]]»].
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνενθουσιάζω Medium diacritics: συνενθουσιάζω Low diacritics: συνενθουσιάζω Capitals: ΣΥΝΕΝΘΟΥΣΙΑΖΩ
Transliteration A: synenthousiázō Transliteration B: synenthousiazō Transliteration C: synenthousiazo Beta Code: sunenqousia/zw

English (LSJ)

   A to be inspired and rave together, of the Bacchae, D.S.4.3.

German (Pape)

[Seite 1014] mit od. zugleich begeistert sein, begeistert sprechen u. handeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνενθουσιάζω: ἐνθουσιῶ ὁμοῦ, μετέχω τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Διόδ. 4. 3· ― οὕτω, συνενθουσιάω, Πολύβ. 38. 4, 7, Στράβ. 147, κτλ.· τινι, μετά τινος, Πλουτ. Κοριολ. 17· ἢ πρός τι πρᾶγμα, Λογγῖν. 13. 2.

Greek Monolingual

Α
(για τις Βάκχες) γίνομαι ένθους μαζί με κάποιον άλλο, καταλαμβάνομαι από θεϊκή έκσταση με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐνθουσιάζω «βρίσκομαι σε έκσταση, καταλαμβάνομαι από θεϊκή μανία»].

Greek Monolingual

Α
(για τις Βάκχες) γίνομαι ένθους μαζί με κάποιον άλλο, καταλαμβάνομαι από θεϊκή έκσταση με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐνθουσιάζω «βρίσκομαι σε έκσταση, καταλαμβάνομαι από θεϊκή μανία»].