τρίδραχμος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de la valeur de trois drachmes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[δραχμή]].
|btext=ος, ον :<br />de la valeur de trois drachmes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[δραχμή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίδραχμος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρίδραχμο</i>(<i>ν</i>)<br />[[νόμισμα]] τριών δραχμών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[βάρος]] ή [[αξία]] τριών δραχμών<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[τρίδραχμος]]<br />[[φόρος]] τριών δραχμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δραχμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραχμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὀκτά</i>-<i>δραχμος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίδραχμος Medium diacritics: τρίδραχμος Low diacritics: τρίδραχμος Capitals: ΤΡΙΔΡΑΧΜΟΣ
Transliteration A: trídrachmos Transliteration B: tridrachmos Transliteration C: tridrachmos Beta Code: tri/draxmos

English (LSJ)

ον,

   A worth three drachmas, Id.Pax1202.    II τρίδραχμος, ἡ, the threedrachma tax, PRyl.216.25, al. (ii/iii A. D.).    III τρίδραχμον, τό, three drachmas, Poll.6.165.

German (Pape)

[Seite 1142] drei Drachmen werth, schwer, κάδοι Ar. Pax 1168; τὸ τρίδραχμον, drei Drachmen, Poll 9, 60.

Greek (Liddell-Scott)

τρίδραχμος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν ἢ βάρος τριῶν δραχμῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1202. ΙΙ. τρίδραχμον, τό, νόμισμα τριῶν δραχμῶν, Πολυδ. ϛʹ, 165.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de la valeur de trois drachmes.
Étymologie: τρεῖς, δραχμή.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίδραχμος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το τρίδραχμο(ν)
νόμισμα τριών δραχμών
αρχ.
1. αυτός που έχει βάρος ή αξία τριών δραχμών
2. το θηλ. ως ουσ. τρίδραχμος
φόρος τριών δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. ὀκτά-δραχμος].