φυλία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />olivier sauvage ; <i>sel. d’autres</i> sorte de nerprun, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG phytonyme obscur.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀγριέλαιος]], [[ἔλαιος]], [[κότινος]], [[πυρκαϊά]].
|btext=ας (ἡ) :<br />olivier sauvage ; <i>sel. d’autres</i> sorte de nerprun, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG phytonyme obscur.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀγριέλαιος]], [[ἔλαιος]], [[κότινος]], [[πυρκαϊά]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[φυλλία]], ἡ, Α<br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]] (α. «[[φυλία]] ἐστὶν [[εἶδος]] ἀγριελαίας», <b>Ησύχ.</b><br />β. «... ἄλλοι συκῆς, οἱ δὲ [[εἶδος]] δένδρου ὅμοιον πρίνῳ», <b>Ησύχ.</b><br />γ. «[[φυλία]]<br />[[εἶδος]] ἐλαίας, [[μυρρίνης]] ὅμοια φύλλα ἐχούσης», Σχόλ. <b>Ομ.</b><br />δ. «πᾱν ὅσον ἄκαρπον ἐλαίας, [[κότινον]] καὶ φυλίαν», <b>Παυσ.</b><br />δ. «[[φυλία]] δὲ ἡ σχῑνος», Αμμων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. ονομ. φυτού, η οποία απαντά πιθ. ήδη στη Μυκηναϊκή ως α' συνθετικό στο [[τοπωνύμιο]] <i>pu</i><sub>2</sub><i>ra</i><sub>2</sub><i>akereu</i>. Η [[σύνδεση]] με τον τ. [[φιλύκη]] / [[φυλίκη]], [[επίσης]] ονομ. φυτού, δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλία Medium diacritics: φυλία Low diacritics: φυλία Capitals: ΦΥΛΙΑ
Transliteration A: phylía Transliteration B: phylia Transliteration C: fylia Beta Code: fuli/a

English (LSJ)

poet. φυλίη, ἡ, a tree mentioned with the olive in Od.5.477 (δοιοὺς . . θάμνους, ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας—ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ' ἐλαίης), apptly. (cf. Sch.ad loc., Hsch.) a kind of

   A wild olive, but distd. fr. κότινος and said to be Troezenian by Paus.2.32.10 (written φυλλία), cf. Philostr.Gym.43, Nonn.D.5.474; wrongly identified by Ammon. Diff. p.135V. with σχῖνος.

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ, der wilde Oelbaum, Od. 5, 477, sonst κότινος. Ammonius nimmt es für den Mastirstrauch, σχῖνος.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλία: ἡ, δένδρον τι μνημονευόμενον μετὰ τῆς ἐλαίας ἐν Ὀδ. Ε. 477 (δοιοὺς… θάμνους, ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας ― ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ’ ἐλαίης), ἔνθα συνήθως ἐκλαμβάνεται ὡς εἶδος ἀγρίας ἐλαίας, πρβλ. Παυσ. 2. 32, 10· ἀλλ’ ἴσωςἑρμηνεία αὕτη προῆλθεν ἐκ συγχύσεως πρὸς τὸ ὄνομα φαυλία· ὁ Ἀμμώνιος λέγει: «φαυλία καὶ φυλία διαφέρει· φαυλία μὲν γὰρ εἶδος ἐλαίας, φυλία δὲ ἡ σχῖνος»· κατὰ τὸν Billerbe k Rhamnus alaternus (ὅπερ ἔτι καὶ νῦν λέγεται φυλίκη ἐν Κερκύρᾳ καὶ ἐν Ἀγράφοις).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
olivier sauvage ; sel. d’autres sorte de nerprun, plante.
Étymologie: DELG phytonyme obscur.
Syn. ἀγριέλαιος, ἔλαιος, κότινος, πυρκαϊά.

Greek Monolingual

και φυλλία, ἡ, Α
ονομασία διαφόρων φυτών (α. «φυλία ἐστὶν εἶδος ἀγριελαίας», Ησύχ.
β. «... ἄλλοι συκῆς, οἱ δὲ εἶδος δένδρου ὅμοιον πρίνῳ», Ησύχ.
γ. «φυλία
εἶδος ἐλαίας, μυρρίνης ὅμοια φύλλα ἐχούσης», Σχόλ. Ομ.
δ. «πᾱν ὅσον ἄκαρπον ἐλαίας, κότινον καὶ φυλίαν», Παυσ.
δ. «φυλία δὲ ἡ σχῑνος», Αμμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. φυτού, η οποία απαντά πιθ. ήδη στη Μυκηναϊκή ως α' συνθετικό στο τοπωνύμιο pu2ra2akereu. Η σύνδεση με τον τ. φιλύκη / φυλίκη, επίσης ονομ. φυτού, δεν θεωρείται πιθανή].