ὑλακή: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />aboiement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλάω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />aboiement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ὑλακή]], ΝΑ<br />η [[κραυγή]] του σκύλου, το [[γάβγισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του ρ. [[ὑλάω]], -<i>ῶ</i> «[[γαβγίζω]]», με ουρανική εκφραστική [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- και κατάλ. -<i>ή</i>. Η λ. συνδέεται, ως [[προς]] τον σχηματισμό της, με το ρ. [[ὑλάσσω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A barking, howling, Poetae ap. Pl.Lg.967d, A.R.3.749, AP6.167 (Agath.), etc.; also in late Prose, Plu.Cim.18, Luc.VH1.32, prob. l. in Ant.Lib.23.2.
German (Pape)
[Seite 1176] ἡ, das Bellen; Agath. 28 (VI, 167); ὑλακὴν ἰάλλειν, Iul. Aeg. 59 (VI, 69); poet. bei Plat. Legg. XII, 967 d.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλακή: ἡ, «γαύγυσμα», Ποιητὴς ἐν Πλάτ. Νόμ. 967D, Ἀνθ. Π. 6. 167, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Πλουτ. Κίμ. 18, Λουκ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
aboiement.
Étymologie: ὑλάω.
Greek Monolingual
η / ὑλακή, ΝΑ
η κραυγή του σκύλου, το γάβγισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. ὑλάω, -ῶ «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση -κ- και κατάλ. -ή. Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω].