τιθυμαλλίς: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(12) |
(41) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=tiqumalli/s | |Beta Code=tiqumalli/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[παράλιος]], Dsc.4.164, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Superf.</span>28</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> = [[ἡλιοσκόπιος]], Ps.-Dsc.4.14 (p.312 W.). </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b3">τιθυμαλὶς</b> (sic) <b class="b3">μυρσινίτης</b>, = [[τιθύμαλλος θῆλυς]], <span class="bibl">Afric.<span class="title">Cest.</span>p.69</span> V.; <b class="b3">τ. χαρακίτης</b>, = [[τιθύμαλλος ἄρρην]], ib.<span class="bibl">p.81</span> V.</span> | |Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[παράλιος]], Dsc.4.164, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Superf.</span>28</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> = [[ἡλιοσκόπιος]], Ps.-Dsc.4.14 (p.312 W.). </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b3">τιθυμαλὶς</b> (sic) <b class="b3">μυρσινίτης</b>, = [[τιθύμαλλος θῆλυς]], <span class="bibl">Afric.<span class="title">Cest.</span>p.69</span> V.; <b class="b3">τ. χαρακίτης</b>, = [[τιθύμαλλος ἄρρην]], ib.<span class="bibl">p.81</span> V.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και πιθ. τ. σε κώδ. [[τιθυμαλίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] είδους θαλάσσιου φυτού<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τιθυμαλὶς [[μυρσινίτης]]» — ο [[τιθύμαλλος]] [[θῆλυς]] (Αφρικαν. Κεστ.)<br />β) «τιθυμαλλὶς [[χαρακίτης]]» — ο [[τιθύμαλλος]] [[ἄρρην]] (Αφρικαν. Κεστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιθύμαλλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = παράλιος, Dsc.4.164, cf. Hp.Superf.28. 2 = ἡλιοσκόπιος, Ps.-Dsc.4.14 (p.312 W.). 3 τιθυμαλὶς (sic) μυρσινίτης, = τιθύμαλλος θῆλυς, Afric.Cest.p.69 V.; τ. χαρακίτης, = τιθύμαλλος ἄρρην, ib.p.81 V.
Greek Monolingual
και πιθ. τ. σε κώδ. τιθυμαλίς, -ίδος, ἡ, Α
1. ονομασία είδους θαλάσσιου φυτού
2. είδος φυτού
3. φρ. α) «τιθυμαλὶς μυρσινίτης» — ο τιθύμαλλος θῆλυς (Αφρικαν. Κεστ.)
β) «τιθυμαλλὶς χαρακίτης» — ο τιθύμαλλος ἄρρην (Αφρικαν. Κεστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθύμαλλος + επίθημα -ίς, -ίδος].