φειδωλός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />économe, ménager : τὸ φειδωλόν parcimonie ; <i>en mauv. part</i> avare.<br />'''Étymologie:''' [[φείδομαι]].
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />économe, ménager : τὸ φειδωλόν parcimonie ; <i>en mauv. part</i> avare.<br />'''Étymologie:''' [[φείδομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φειδωλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, Α<br /><b>1.</b> αυτός που διαθέτει ή καταναλώνει [[κάτι]] με [[σύνεση]] και [[μέτρο]], [[οικονόμος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) τσιγκούνης, [[φιλάργυρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φειδωλός]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους υμενόπτερων εντόμων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που παρέχει [[κάτι]] με [[δυσκολία]] («ο [[καθηγητής]] μας [[είναι]] πολύ [[φειδωλός]] στους επαίνους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευσπλαγχνικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φειδωλόν</i><br />τσιγκουνιά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φειδωλώς]] / <i>φειδωλῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>φειδωλά Ν</i><br />με [[φειδώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φείδ</i>-<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἁμαρτ</i>-<i>ωλός</i>), <b>βλ.</b> και λ. [[φειδωλή]].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φειδωλός Medium diacritics: φειδωλός Low diacritics: φειδωλός Capitals: ΦΕΙΔΩΛΟΣ
Transliteration A: pheidōlós Transliteration B: pheidōlos Transliteration C: feidolos Beta Code: feidwlo/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν Ar.Nu.421 (anap.), Lys.1.7:—

   A sparing, thrifty, and as Subst., niggard, miser, Ar. Pl.237, Eup.154, Democr.228, Pl.R.554a, al.; φ. γαστήρ Ar.Nu. l.c.; φ. γλῶσσα a niggard tongue, i.e. sparing of words, Hes. Op. 720: c. gen., φ. χρημάτων Pl.R.548b; τόξων Anon.Trop.p.209 S. (cf. φειδωλία 11); φ. περί τινα Eus.Mynd.6; τὸ φ. αὐτοῦ τῆς ψυχῆς Pl.R.560c; τὸ φ. ἐν δαπάναις Plu.Galb.3; θνητά τε καὶ φ. οἰκονομοῦσα pursuing earthly and niggardly practices, Pl.Phdr.256e; φ. μέτρῳ Alciphr.3.57 (nisi leg. Φειδωνίῳ, cf. sq. 11). Adv., τεθραμμένος . . ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς Id.R.559d.    II merciful, PMag.Leid.V.9.3.

German (Pape)

[Seite 1260] bei den Att. auch zweier Endgn, wie Lys. 1, 7, – schonend, sparsam, karg; γλῶσσα, wortkarg, Hes. O. 722; Ar. Nubb. 420 Plut. 237; Plat. Rep. VIII, 554 a u. öfter; χρημάτων 548 e; τεθραμμένος ἀπαιδεύτως καὶ φειδωλῶς 559 d.

Greek (Liddell-Scott)

φειδωλός: -ή, -όν, καὶ ός, ὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 420, Λυσίας 92. 23 (ἀλλὰ τοῦτο φαίνεται ἐφθαρμένον)· ― καὶ ὡς οὐσιαστικ., ὁ φιλάργυρος, Ἀριστοφ. Πλ. 237· ἐκεῖνος ἧν φειδωλός, ὃς ἐπὶ τοῦ βίου... τριχίδας ὠψώνησ’ ἅπαξ Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 16, Πλάτ. Πολ. 554A, κ. ἀλλ.· φ. γαστὴρ Ἀριστοφ. Νεφ. 420· φ. γλῶσσα, μὴ λαλοῦσα πολλά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 718· ― μετὰ γεν., φ. χρημάτων Πλάτ. Πολ. 548B· ὡσαύτως, φ. περί τι Εὐσ. παρὰ Στοβ. (ἐν ἐπιγρ.) 4. 104· ― τὸ φ. αὐτοῦ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 560C· τὸ φ. ἐν δαπάναις Πλουτ. Γάλβ. 3· θνητά τε καὶ φ. οἰκονομοῦσα, ἐπιδιώκουσα ἀσχολίας γηΐνας καὶ φιλαργύρους, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 256E. ― Ἐπίρρ., τεθραμμένος... ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 559D.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
économe, ménager : τὸ φειδωλόν parcimonie ; en mauv. part avare.
Étymologie: φείδομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φειδωλός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, Α
1. αυτός που διαθέτει ή καταναλώνει κάτι με σύνεση και μέτρο, οικονόμος
2. (κατ' επέκτ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο φειδωλός
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων
2. μτφ. αυτός που παρέχει κάτι με δυσκολία («ο καθηγητής μας είναι πολύ φειδωλός στους επαίνους»)
αρχ.
1. ευσπλαγχνικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φειδωλόν
τσιγκουνιά.
επίρρ...
φειδωλώς / φειδωλῶς, ΝΜΑ, και φειδωλά Ν
με φειδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + επίθημα -ωλός (πρβλ. ἁμαρτ-ωλός), βλ. και λ. φειδωλή.