φυτάλμιος: Difference between revisions
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> qui fait naître, qui engendre, qui fait croître <i>ou</i> nourrit ; <i>subst.</i> τὸ φυτάλμιον PLUT le pouvoir d’engendrer <i>ou</i> de produire;<br /><b>2</b> qui a reçu de la nature : [[φυτάλμιος]] ἀλαῶν ὀμμάτων SOPH né avec des yeux qui ne voient pas, aveugle de naissance.<br />'''Étymologie:''' [[φυτός]]. | |btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> qui fait naître, qui engendre, qui fait croître <i>ou</i> nourrit ; <i>subst.</i> τὸ φυτάλμιον PLUT le pouvoir d’engendrer <i>ou</i> de produire;<br /><b>2</b> qui a reçu de la nature : [[φυτάλμιος]] ἀλαῶν ὀμμάτων SOPH né avec des yeux qui ne voient pas, aveugle de naissance.<br />'''Étymologie:''' [[φυτός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, θηλ. και φυταλμία, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] θεών, όπως του [[Διός]], του Διονύσου και του Ποσειδώνος) αυτός που γεννά ή αυτός που τρέφει<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει ή προέρχεται από τη [[φύση]], [[σύμφυτος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φυτάλμιον</i><br />η παραγωγική [[δύναμη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «φυτάλμια λέκτρα» — συζυγική [[κλίνη]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «φυταλμία [[χθών]]» — [[γενέτειρα]] (<b>Λυκόφρ.</b>)<br />γ) «φυτάλμιοι γέροντες» — γονείς (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτάλιος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γεράσ</i>-<i>μιος</i>). Πρόκειται για δυσερμήνευτο τ. που εμφανίζει παράξενο συνδυασμό τών επιθημάτων (<b>βλ.</b> και λ. [[φυτάλιος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, also α, ον Lyc.341: (φύω):—
A producing, nourishing, fostering, epith. of gods, as of Poseidon, Clara Rhodos 6/7.386 (Camirus, iii/ii B. C.), Plu.2.158e, IG22.5051, 12(1).905 (Rhodes), etc.; of Zeus, Hsch., cf. IG12(5).13 (Ios); of parents, φυτάλμιοι γέροντες A.Ag.327; μητρὶ καὶ φ. πατρί S.Fr.788; λέκτρα φ. the marriage bed, E.Rh.920; φ. χθών Lyc.l.c.: τὸ φ. productive power, Plu.2.994b. II by birth, ἀλαῶν ὀμμάτων ἆρα καὶ ἦσθα φυτάλμιος; didst thou bring blind eyes with thee to life? S.OC151 (lyr.). (φυτάλμιος is said by EM803.4. to be formed by metath. from φυτάλιμος, which is prob. coined ad hoc.)
German (Pape)
[Seite 1319] ον, auch 3 Endgn, φυταλμία χθών Lycophr. 341, 1) zeugend, nährend, Fruchtbarkeit befördernd; Beiwort der Götter, wie almus, alma, z. B. Poseidon, Plut. sept. sap. conv. 15 u. sonst; – aber auch φυτάλμιοι γέροντες, die greisen, alten Väter, Aesch. Ag. 318; φυτάλμιος πατήρ Soph. frg. 957; λέκτρα φυτάλμια, das Ehebett, Eur. Rhes. 920; χθὼν φυτάλμιος, das Geburts-, Vaterland, Lycophr. 341. – 2) natürlich, von der Natur herrührend, angeboren, ἀλαῶν ὀμμάτων φυτάλμιος, von einem Blindgebornen, Soph. O. C. 149. – Es ist nach der gewöhnlichen Erkl. aus dem nicht mehr vorkommenden, aber mit dem bekannten Suffixum αλιμος gebildeten φυτάλιμος durch Buchstabenversetzung entstanden.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτάλμιος: -ον, καὶ α, ον, Λυκόφρ. 341· (φύω)· ― ὁ παράγων, τρέφων, περιθάλπων, ὡς τὸ Λατ. almus, ἐπίθ. τῶν θεῶν, οἷον τοῦ Ποσειδῶνος καὶ Διός, Πλούτ. 2. 158Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. προσθῆκαι.) 2447f, «φυτάλμιος Ζεύς· συγγενής, ἢ ζωογόνος» Ἡσύχ.· ἐπὶ τοῦ πατρὸς φυτάλμιοι γέροντες, γηραλέοι γονεῖς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 327· μητρὶ καὶ φ. πατρὶ Σοφ. Ἀποσπ. 957· λέκτρα φ., ἡ συζυγικὴ κλίνη, Εὐρ. Ρῆσ. 920· χθὼν φ. Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― τὸ φυτάλμιον, δύναμις παραγωγική, Πλούτ. 2. 994Β. ΙΙ. φυσικός, ὁ ἐκ φύσεως, τὸ δύσκολον χωρίον ἐν Σοφ. Ο. Κ. 150 πρέπει νά ἔχῃ (κατὰ Κοραῆν) τὴν στίξιν τήνδε: ἔ ἔ ἀλαῶν ὀμμάτων ἆρα καὶ ἦσθα φυτάλμιος δυσαίων; ἄχ, τὰ τυφλά σου ’μμάτια ἆρά γε ἦσο οὕτω δυστυχὴς ἐκ φύσεως, (ἐκ γενετῆς); (ἀπὸ φύτλης Σχόλ.)· φυτάλμιος λέγεται ὅτι ἐσχηματίσθη κατὰ μετάθεσιν ἐκ τοῦ ἀχρήστου, φυτάλιμος. ὅπερ εὕρηται παρ’ Ἡσύχ. καὶ Μεγ. Ἐτυμολ.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
1 qui fait naître, qui engendre, qui fait croître ou nourrit ; subst. τὸ φυτάλμιον PLUT le pouvoir d’engendrer ou de produire;
2 qui a reçu de la nature : φυτάλμιος ἀλαῶν ὀμμάτων SOPH né avec des yeux qui ne voient pas, aveugle de naissance.
Étymologie: φυτός.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και φυταλμία, Α
1. (κυρίως ως προσωνυμία θεών, όπως του Διός, του Διονύσου και του Ποσειδώνος) αυτός που γεννά ή αυτός που τρέφει
2. αυτός που υπάρχει ή προέρχεται από τη φύση, σύμφυτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυτάλμιον
η παραγωγική δύναμη
4. φρ. α) «φυτάλμια λέκτρα» — συζυγική κλίνη (Ευρ.)
β) «φυταλμία χθών» — γενέτειρα (Λυκόφρ.)
γ) «φυτάλμιοι γέροντες» — γονείς (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτάλιος + επίθημα -μιος (πρβλ. γεράσ-μιος). Πρόκειται για δυσερμήνευτο τ. που εμφανίζει παράξενο συνδυασμό τών επιθημάτων (βλ. και λ. φυτάλιος)].