ὑπερόριος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> qui est au delà des frontières, qui a lieu au dehors, étranger : [[πόλεμος]] ARSTT guerre au dehors ; [[ἀρχή]] ESCHN pourvoir qui s’exerce au dehors ; ἡ [[ὑπερορία]] ([[γῆ]]) le territoire situé hors des frontières, <i>particul.</i> hors de l’Attique ; τὰ ὑπερόρια (κτήματα) XÉN les possessions à l’étranger;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> qui est en dehors, qui est hors du sujet : λαλιὰ [[ὑπερόριος]] ESCHN bavardage en dehors du sujet.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ὅρος]].
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> qui est au delà des frontières, qui a lieu au dehors, étranger : [[πόλεμος]] ARSTT guerre au dehors ; [[ἀρχή]] ESCHN pourvoir qui s’exerce au dehors ; ἡ [[ὑπερορία]] ([[γῆ]]) le territoire situé hors des frontières, <i>particul.</i> hors de l’Attique ; τὰ ὑπερόρια (κτήματα) XÉN les possessions à l’étranger;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> qui est en dehors, qui est hors du sujet : λαλιὰ [[ὑπερόριος]] ESCHN bavardage en dehors du sujet.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ὅρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερόριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. [[ὑπερούριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή τελείται [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[υπερορία]]<br />α) η [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους [[χώρα]], η [[ξενιτιά]] (α. «έζησε [[χρόνια]] ολόκληρα στην [[υπερορία]]» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) αναγκαστική [[απομάκρυνση]] ενός προσώπου έξω ή [[πέρα]] από τα όρια μιας επικράτειας, [[εξορία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φήμη]]) ο [[ευρέως]] διαδεδομένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, ξενιτεμένος<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εξόριστος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που στερείται [[κάτι]] ή αυτός που δεν συμμετέχει σε [[κάτι]], [[αμέτοχος]] («γραφὴ [[ὑπερόριος]] τῆς φύσεως», Πρόκ.<br />β. «δυσχερὴς ἀκοῡσαι καὶ τοῡ ἡδέος [[ὑπερόριος]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυνήθιστος]] («τὴν ὑπερόριον λαλιὰν ἀγαπῶντες ἐν τοῑς οἰκείοις πράγμασιν», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπερόρια</i><br />α) οι ξένες υποθέσεις («τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα καὶ τὰ ὐπερόρια συνεχῶς ἦρχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) οι τόποι που βρίσκονται έξω ή [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] μιας χώρας («διὰ τὴν κτῆσιν τὴν ἐν τοῑς ὑπερορίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερορίως</i> Μ<br />[[πέρα]], [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] μιας χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρος]] [Ι] «όριο, [[σύνορο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεθ</i>-<i>όριος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερόριος Medium diacritics: ὑπερόριος Low diacritics: υπερόριος Capitals: ΥΠΕΡΟΡΙΟΣ
Transliteration A: hyperórios Transliteration B: hyperorios Transliteration C: yperorios Beta Code: u(pero/rios

English (LSJ)

ον, also α, ον (v. infr.), poet. ὑπερορ-ούριος Theoc. (v. infr.): (ὅρος):—

   A over the boundaries, abroad, D.46.7; ῥιψάτω ὑπερούριον Theoc.24.95, cf. Anon. ap. Suid.; ὑ. ἀσχολία occupation in foreign parts, abroad, Th.8.72; ὑ. ἀρχή, opp. ἔνδημος, Lexap.Aeschin.1.19; δικαστήρια, opp. ἐπιχώρια, PMonac. 14.83 (vi A.D.); τὰ ὑ. foreign affairs, opp. τὰ κατὰ πόλιν and τὰ ἔνδημα, Arist.Pol.1285b14.    2 ἡ ὑπερορία (sc. γῆ) the country beyond one's own frontiers, foreign land, IG12.56.7, And.3.36, Lys.31.9, Pl.Phdr.230d; also εἰς τὰν ὑπερόριον στρατεύεσθαι Foed.Delph.Pell. 2 B 22; opp. τὰ ἔνδημα, X.An.7.1.27; ἐκ τῆς ὑ. ἀνακαλεῖσθαι, i. e. from the land where he had been in exile, Plu.2.508a; hence, actually, banishment, φόνοις καὶ ὑπερορίαις D.C.67.3; τὰ ὑ. (sc. χωρία) X.Ath. 1.19, Smp.4.31.    II foreign to the purpose, outlandish, alien, λαλιά Aeschin.2.49; ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριαι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Arist.Div.Somn.464a1, cf. Aristid.1.128 J.; τὸ τῶν ἀέρων ἄηθες καὶ ὑ. Anon. ap. Suid.    III c. gen., ὑ. τοῦ νομοῦ beyond the boundaries of the nome, PPetr.2p.16 (iii B.C.): metaph., λιμὸς . . βρώσεις ὑποβάλλων . . τῆς φύσεως ὑπερορίους Procop.Goth.3.17: abs., ἰσχναίνειν καὶ γυμνάζειν τὸ σῶμα, . . ποιεῖν δὲ ὡς μὴ ὑπερόριοι ἀπέλθωμεν go over the mark, Pall. in Hp.2.77D.

German (Pape)

[Seite 1200] über die Gränze, jenseit der Gränze, ausländisch, fremd; bes. ἡ ὑπερορία, sc. γῆ, das Ausland, die Fremde, Plat. ἐκ τοῦ ἄστεος οὔτ' εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖς, Phaedr. 230 d, u. öfter; Andoc. 3, 36; Lys. 31, 8; Is. 4, 1; ἀρχή, im Ggstz von ἔνδημος, Aesch. 1, 20; vgl. Xen. An. 7, 1, 27; auch ἡ ὑπερόριος ἀσχολία, Thuc. 8, 72.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερόριος: -ον, καὶ α, ον (ἴδε κατωτ.), ποιητικ. -ούριος· (ὅρος)· - ὁ πέραν τῶν ὁρίων, κατοικῶν ἐν τῇ ξένῃ, Δημ. 1130 ἐν τέλει· ῥίπτειν ὑπερούριον Θεόκρ. 24. 93· ὑπ. ἀσχολία, ἀσχολία ἐν ξένοις τόποις, «εἰς τὰ ξένα», Θουκ. 8. 72· ὑπ. ἀρχή, ἀντίθετον τῷ ἔνδημος, Αἰσχίν. 3. 34· τὰ ὑπερόρια, ξέναι ὑποθέσεις, ἐργασίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 12. 2) ἡ ὑπερορία (ἐξυπακ. γῆ), ἡ χώραπέραν τῶν συνόρων, ξένη χώρα, ξένη γῆ, Ἀνδοκ. 28. 10, Λυσί. 187. 26, Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· τοὐναντίον τὰ ἔνδημα, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27· ἐκ τῆς ὑπ. ἀνακαλεῖσθαι, δηλ. ἐκ τῆς χώρας ἐν ᾗ διετέλει ἐξόριστος, Πλούτ. 2. 508Α· ἐντεῦθεν καὶ αὐτὸ τοῦτο ἐξορία, φόνοις καὶ ὑπερορίαις Δίων Κ. 67. 3· - οὕτω, τὰ ὑπερόρια (ἐξυπακ. χωρία) Ξεν. Ἀθην. 1. 19, Συμπ. 4. 31. ΙΙ. ξένος πρὸς τὸν σκοπόν, ἀλλότριος, ἀσυνήθης, λαλιά Αἰσχίνης 34. 29· ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριοι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ Ὕμν. Μαντ. 2. 5· πρβλ. Ἀριστείδ. 1, σ. 128, Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙΙ. μετὰ γεν., ἐξωρισμένος ἀπό τινος, ἐστερημένος τινός, ἀμέτοχος, τοῦ ἡδέος Φωτ. Βιβλιοθ. 55. 27, Προκόπ.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
1 qui est au delà des frontières, qui a lieu au dehors, étranger : πόλεμος ARSTT guerre au dehors ; ἀρχή ESCHN pourvoir qui s’exerce au dehors ; ἡ ὑπερορία (γῆ) le territoire situé hors des frontières, particul. hors de l’Attique ; τὰ ὑπερόρια (κτήματα) XÉN les possessions à l’étranger;
2 p. anal. qui est en dehors, qui est hors du sujet : λαλιὰ ὑπερόριος ESCHN bavardage en dehors du sujet.
Étymologie: ὑπέρ, ὅρος.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπερόριος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους
2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία
α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια ολόκληρα στην υπερορία» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῑν», Πλάτ.)
β) αναγκαστική απομάκρυνση ενός προσώπου έξω ή πέρα από τα όρια μιας επικράτειας, εξορία
μσν.
(για φήμη) ο ευρέως διαδεδομένος
μσν.-αρχ.
1. (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί μακριά από τα σύνορα της πατρίδας του, ξενιτεμένος
2. (κατ' επέκτ.) εξόριστος
3. (για πράγμ.) αυτός που στερείται κάτι ή αυτός που δεν συμμετέχει σε κάτι, αμέτοχος («γραφὴ ὑπερόριος τῆς φύσεως», Πρόκ.
β. «δυσχερὴς ἀκοῡσαι καὶ τοῡ ἡδέος ὑπερόριος», Φώτ.)
αρχ.
1. ασυνήθιστος («τὴν ὑπερόριον λαλιὰν ἀγαπῶντες ἐν τοῑς οἰκείοις πράγμασιν», Αισχίν.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπερόρια
α) οι ξένες υποθέσεις («τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα καὶ τὰ ὐπερόρια συνεχῶς ἦρχον», Αριστοτ.)
β) οι τόποι που βρίσκονται έξω ή μακριά από τα σύνορα μιας χώρας («διὰ τὴν κτῆσιν τὴν ἐν τοῑς ὑπερορίοις», Ξεν.)
επίρρ...
ὑπερορίως Μ
πέρα, μακριά από τα σύνορα μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -οριος (< ὅρος [Ι] «όριο, σύνορο»), πρβλ. μεθ-όριος].