σφαιρωτός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> arrondi;<br /><b>2</b> garni d’un bouton, boutonné, moucheté.<br />'''Étymologie:''' [[σφαιρόω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> arrondi;<br /><b>2</b> garni d’un bouton, boutonné, moucheté.<br />'''Étymologie:''' [[σφαιρόω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σφαιρωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σφωρῶ]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] σφαίρας, [[σφαιροειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει εφοδιαστεί με σφαίρες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σφαιρωτό [[σμήνος]]»<br /><b>αστρον.</b> <b>βλ.</b> [[σμήνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[σφαιρίδιο]] στο [[άκρο]] του.
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιρωτός Medium diacritics: σφαιρωτός Low diacritics: σφαιρωτός Capitals: ΣΦΑΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: sphairōtós Transliteration B: sphairōtos Transliteration C: sfairotos Beta Code: sfairwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A rounded, Opp.C.2.92.    II with a ball or button at the end, X.Eq.8.10.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρωτός: -ή, -όν, ἔχων σχῆμα σφαίρας, σφαιροειδής, στρογγύλος, Ὀππ. Κυν. 2. 92. ΙΙ. ἔχων σφαῖραν ἢ κομβίον κατὰ τὸ ἄκρον, ὡς τὸ ἐσφαιρωμένος, Ξεν. Ἱππ. 8. 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 arrondi;
2 garni d’un bouton, boutonné, moucheté.
Étymologie: σφαιρόω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σφαιρωτός, -ή, -όν, ΝΑ σφωρῶ
αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής
νεοελλ.
1. αυτός που έχει εφοδιαστεί με σφαίρες
2. φρ. «σφαιρωτό σμήνος»
αστρον. βλ. σμήνος
αρχ.
αυτός που έχει σφαιρίδιο στο άκρο του.