ὑπεξαφύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(6_20) |
(43) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεξᾰφύομαι''': Παθ, ἐξαντλοῦμαι, [[ἐκλείπω]], ἐπὶ ῥυάκων ὧν τὰ ὕδατα ἐκλείπουσιν ἐντὸς τῆς ἄμμου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 983. | |lstext='''ὑπεξᾰφύομαι''': Παθ, ἐξαντλοῦμαι, [[ἐκλείπω]], ἐπὶ ῥυάκων ὧν τὰ ὕδατα ἐκλείπουσιν ἐντὸς τῆς ἄμμου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 983. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για [[ρυάκι]] του οποίου τα νερά χάνονται [[μέσα]] στην άμμο) εξαντλούμαι, [[εκλείπω]], εξαφανίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξαφύω]] «[[αντλώ]] από [[δοχείο]], [[εξαντλώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A to be drained off, of streams that lose themselves in the sand, A.R.2.983.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξᾰφύομαι: Παθ, ἐξαντλοῦμαι, ἐκλείπω, ἐπὶ ῥυάκων ὧν τὰ ὕδατα ἐκλείπουσιν ἐντὸς τῆς ἄμμου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 983.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) (για ρυάκι του οποίου τα νερά χάνονται μέσα στην άμμο) εξαντλούμαι, εκλείπω, εξαφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξαφύω «αντλώ από δοχείο, εξαντλώ»].