τραγάκανθα: Difference between revisions
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
(6_10) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰγάκανθα''': ἡ, «[[ῥίζα]] ἐστὶ [[πλατεῖα]] καὶ [[ξυλώδης]], φαινομένη δὲ [[ὑπὲρ]] γῆς· ἀφ’ ἧς οἱ κλάδοι ταπεινοί, ἰσχυροί... καὶ ἐπ’ αὐτῶν φυλλάρια πολλά, λεπτὰς μεταξὺ ἀκάνθας ἔχοντα ἐγκρυπτομένας τοῖς φύλλοις, [[λευκάς]], ἰσχυράς, ὀρθὰς» Διοσκ. 3, 20 (23), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 3· ἐκ ταύτης γίνεται [[κόμμι]] καλούμενον [[τραγάκανθα]], παράγεται δὲ ἀποτεμνομένης τῆς ῥίζης, [[διότι]] [[τότε]] ῥέει ὡς [[δάκρυον]] ἐξ αὐτῆς, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὡσαύτως]] τραγάκανθος, ἡ, διάφ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 8, Γαλην. τ. 13, σελ. 236, 527· - τὸ [[ὄνομα]] ἔμεινεν ἐν Πελοποννήσῳ, περὶ δὲ τὸν Παρνασσὸν ὀνομάζεται «κολλύστουπα». | |lstext='''τρᾰγάκανθα''': ἡ, «[[ῥίζα]] ἐστὶ [[πλατεῖα]] καὶ [[ξυλώδης]], φαινομένη δὲ [[ὑπὲρ]] γῆς· ἀφ’ ἧς οἱ κλάδοι ταπεινοί, ἰσχυροί... καὶ ἐπ’ αὐτῶν φυλλάρια πολλά, λεπτὰς μεταξὺ ἀκάνθας ἔχοντα ἐγκρυπτομένας τοῖς φύλλοις, [[λευκάς]], ἰσχυράς, ὀρθὰς» Διοσκ. 3, 20 (23), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 3· ἐκ ταύτης γίνεται [[κόμμι]] καλούμενον [[τραγάκανθα]], παράγεται δὲ ἀποτεμνομένης τῆς ῥίζης, [[διότι]] [[τότε]] ῥέει ὡς [[δάκρυον]] ἐξ αὐτῆς, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὡσαύτως]] τραγάκανθος, ἡ, διάφ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 8, Γαλην. τ. 13, σελ. 236, 527· - τὸ [[ὄνομα]] ἔμεινεν ἐν Πελοποννήσῳ, περὶ δὲ τὸν Παρνασσὸν ὀνομάζεται «κολλύστουπα». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, και τραγακάνθη και τραγάκανθος Α<br />το [[φυτό]] [[αστράγαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄκανθα]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tragacantha</i>) και οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>tragacanth</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰκ], ης, ἡ,
A tragacanth, Astragalus Parnassi and creticus, Thphr.HP9.1.3, Dsc.3.20, Sor.1.123, Gal.6.636:—nom. also τραγακάνθη, Milet.1(7) No.210:—τραγάκανθος, ἡ, v. l. in Thphr.HP 9.15.8, Gal.14.303.
German (Pape)
[Seite 1132] ἡ, Bocksdorn, von dem das Gummi Traganth, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγάκανθα: ἡ, «ῥίζα ἐστὶ πλατεῖα καὶ ξυλώδης, φαινομένη δὲ ὑπὲρ γῆς· ἀφ’ ἧς οἱ κλάδοι ταπεινοί, ἰσχυροί... καὶ ἐπ’ αὐτῶν φυλλάρια πολλά, λεπτὰς μεταξὺ ἀκάνθας ἔχοντα ἐγκρυπτομένας τοῖς φύλλοις, λευκάς, ἰσχυράς, ὀρθὰς» Διοσκ. 3, 20 (23), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 3· ἐκ ταύτης γίνεται κόμμι καλούμενον τραγάκανθα, παράγεται δὲ ἀποτεμνομένης τῆς ῥίζης, διότι τότε ῥέει ὡς δάκρυον ἐξ αὐτῆς, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡσαύτως τραγάκανθος, ἡ, διάφ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 8, Γαλην. τ. 13, σελ. 236, 527· - τὸ ὄνομα ἔμεινεν ἐν Πελοποννήσῳ, περὶ δὲ τὸν Παρνασσὸν ὀνομάζεται «κολλύστουπα».
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και τραγακάνθη και τραγάκανθος Α
το φυτό αστράγαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ἄκανθα. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. tragacantha) και οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. tragacanth)].