φιλανθρωπεύομαι: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> se conduire avec humanité, se montrer humain, bon : [[πρός]] τινα pour qqn;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> traiter avec humanité, avec bonté : τινά [[τι]] qqn en qch ; <i>Pass.</i> être bien traité;<br /><b>2</b> accorder avec bonté : [[τι]] qch;<br /><b>3</b> rendre bienveillant, disposer favorablement, se concilier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[φιλάνθρωπος]]. | |btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> se conduire avec humanité, se montrer humain, bon : [[πρός]] τινα pour qqn;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> traiter avec humanité, avec bonté : τινά [[τι]] qqn en qch ; <i>Pass.</i> être bien traité;<br /><b>2</b> accorder avec bonté : [[τι]] qch;<br /><b>3</b> rendre bienveillant, disposer favorablement, se concilier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[φιλάνθρωπος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[φιλάνθρωπος]]<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> φέρομαι με [[φιλανθρωπία]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[καθιστώ]] κάποιον φιλάνθρωπο<br />β) (με αιτ. προσ. και πράγματος) [[κάνω]] μια φιλανθρωπική [[πράξη]] για κάποιον<br />γ) (με αιτ. πράγματος) [[παρέχω]] [[κάτι]] με φιλανθρωπική [[διάθεση]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. της μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ φιλανθρωπευθέντες</i>·αυτοί που έτυχαν φιλανθρωπικής μεταχείρισης. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
A act humanely or courteously, πρός τινας D.19.139: c. acc. rei, to show kindness by granting a thing, Hld.9.27, D.C.50.20; τι περί τινα Aristid.Or.21 (22).10; τὰ θαυμαστά Id.2.234J. 2 Astrol., = sq. 1.2, Procl.Par.Ptol.200. II c. acc. pers., treat humanely, J.AJ 13.2.3; φ. τινά τι do one a kindness, Hld.9.2:—Pass., φιλανθρωπευθέντες D.S.18.18, cf. Phld.Herc.1457.9. 2 conciliate, τὸν δῆμον δώδεκα ἀποικίαις App.BC1.23.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλανθρωπεύομαι: ἀποθ., φέρομαι φιλανθρώπως ἢ φιλοφρόνως, πρός τινα Δημ. 384. 11· ― μετ’ αἰτ. πράγματος, δεικνύω φιλανθρωπίαν παρέχων τι, Ἡλιόδ. 9. 27· τινι Δίων Κάσσ. 50. 20· τι περί τινα Ἀριστείδ. 1. 272. 2) ὡς παθητικόν, φιλανθρωπευθέντες, φιλανθρώπου χρήσεως τυχόντες, Διόδ. 18. 18. ΙΙ. Μεταβατ. ἐνεργείας, κάμνω τινὰ φιλάνθρωπον, εὐμενῆ, διαλλάττω, συμφιλιώνω, τὸν δῆμον Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 23· φ. τινά τι, πράττω φιλάνθρωπόν τινα πρᾶξιν πρός τινα, Ἡλιόδ. σελ. 9. 2.
French (Bailly abrégé)
I. intr. se conduire avec humanité, se montrer humain, bon : πρός τινα pour qqn;
II. tr. 1 traiter avec humanité, avec bonté : τινά τι qqn en qch ; Pass. être bien traité;
2 accorder avec bonté : τι qch;
3 rendre bienveillant, disposer favorablement, se concilier, acc..
Étymologie: φιλάνθρωπος.
Greek Monolingual
Α φιλάνθρωπος
(αποθ.)
1. φέρομαι με φιλανθρωπία
2. (μτβ.) α) καθιστώ κάποιον φιλάνθρωπο
β) (με αιτ. προσ. και πράγματος) κάνω μια φιλανθρωπική πράξη για κάποιον
γ) (με αιτ. πράγματος) παρέχω κάτι με φιλανθρωπική διάθεση
3. (το αρσ. της μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φιλανθρωπευθέντες·αυτοί που έτυχαν φιλανθρωπικής μεταχείρισης.