ὑδρωπικός: Difference between revisions

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
(T22)
(42)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὑδρωπικη, ὑδρωπικον ([[ὕδρωψ]], the [[dropsy]], i. e. [[internal]] [[water]]), [[dropsical]], [[suffering]] from [[dropsy]]: [[Aristotle]]), [[Polybius]] 13,2, 2; (others).)  
|txtha=ὑδρωπικη, ὑδρωπικον ([[ὕδρωψ]], the [[dropsy]], i. e. [[internal]] [[water]]), [[dropsical]], [[suffering]] from [[dropsy]]: [[Aristotle]]), [[Polybius]] 13,2, 2; (others).)  
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑδρωπικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ὕδρωψ]], -<i>ωπος</i>]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υδρωπικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύδρωπα ή και αυτός που προέρχεται από την [[παραπάνω]] νόσο (α. «υδρωπικά συμπτώματα» β. «ὑδρωπικαὶ ἐκδηλώσεις», Ορειβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑδρωπικόν</i><br />η [[νόσος]] ύδρωπας.
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρωπικός Medium diacritics: ὑδρωπικός Low diacritics: υδρωπικός Capitals: ΥΔΡΩΠΙΚΟΣ
Transliteration A: hydrōpikós Transliteration B: hydrōpikos Transliteration C: ydropikos Beta Code: u(drwpiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suffering from dropsy, Hp.Aph.6.27, Arist. Pr. 871b24, Plb.13.2.2, Dsc.1.103, Ev.Luc.14.2, POxy.1088.63 (i A. D.), Sor.2.63: metaph., ναῦς ὑ. AP11.332 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 1174] zum ὕδρωψ gehörig, wassersüchtig; Arist. probl. 3, 5; Pol. 13, 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρωπικός: -ή, -όν, (ὕδρωψ) ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 7· μεταφορ., ναῦς ὑδρ. Ἀνθ. Π. 11. 332. ΙΙ. ὁ ἐξ ὕδρωπος προερχόμενος, οἴδημα, πάθος Ἰατρ. - τὸ ὑδρωπικὸν = ὕδρωψ, Λογγῖν. 3. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
hydropique.
Étymologie: ὕδρωψ.

English (Strong)

from a compound of ὕδωρ and a derivative of ὀπτάνομαι (as if looking watery); to be "dropsical": have the dropsy.

English (Thayer)

ὑδρωπικη, ὑδρωπικον (ὕδρωψ, the dropsy, i. e. internal water), dropsical, suffering from dropsy: Aristotle), Polybius 13,2, 2; (others).)

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδρωπικός, -ή, -όν, ΝΑ ὕδρωψ, -ωπος]
1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδρωπικία
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύδρωπα ή και αυτός που προέρχεται από την παραπάνω νόσο (α. «υδρωπικά συμπτώματα» β. «ὑδρωπικαὶ ἐκδηλώσεις», Ορειβ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδρωπικόν
η νόσος ύδρωπας.