φάβα: Difference between revisions
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(6_3) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φάβα''': «[[μέγας]] [[φόβος]]. καὶ τὸ σύνηθες [[ὄσπριον]]. καὶ περιστερᾶς ἀγρίας σπερμοφάγου ([[εἶδος]])» Ἡσύχ. | |lstext='''φάβα''': «[[μέγας]] [[φόβος]]. καὶ τὸ σύνηθες [[ὄσπριον]]. καὶ περιστερᾶς ἀγρίας σπερμοφάγου ([[εἶδος]])» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ<br />το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] [[λάθυρος]] ο [[ήμερος]], [[καθώς]] και ο [[καρπός]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] για τα αποφλοιωμένα και, [[συνήθως]], αλευροποιημένα σπέρματα του [[επίσης]] κν. γνωστού ως [[λαθούρι]] και φαβέτα οσπρίου<br /><b>2.</b> (τροφ. τεχνολ.) [[έδεσμα]], με τη [[μορφή]] πηκτής, που παρασκευάζεται με [[μαγείρευμα]] τών αλευροποιημένων σπερμάτων του λαθουριού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που [[είναι]] [[ανούσιος]], [[χωρίς]] [[νοστιμιά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κάποιο λάκκο έχει η [[φάβα]]» — λέγεται για καταστάσεις φαινομενικά εύκολες, για τις οποίες όμως δημιουργούνται υποψίες ότι κρύβουν κάποια [[παγίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εἶδος]] περιστερᾱς ἀγρίας, σπερμοφάγου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>faba</i>, -<i>ae</i> «[[είδος]] οσπρίου»].———————— <b>(II)</b><br />Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέγας]] [[φόβος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δυσερμήνευτος τ. ο [[οποίος]] [[πρέπει]] πιθ. να διαβαστεί <i>φόβᾱ</i> και να συνδεθεί με το ρ. [[φέβομαι]].———————— <b>(III)</b><br />το / [[φάβα]], -ατος, ΝΜΑ<br />η [[φάβα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ φάβατα</i><br />οι κύαμοι, τα [[κουκιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>faba</i> «[[είδος]] οσπρίου»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (Lat.
A faba) beans, Edict.Diocl.1.9 (CIL iii p.232858), 6.38, Hippiatr.7, 104, 129, 130.134, Gloss.
φάβα· μέγας φόβος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
φάβα: «μέγας φόβος. καὶ τὸ σύνηθες ὄσπριον. καὶ περιστερᾶς ἀγρίας σπερμοφάγου (εἶδος)» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ
το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό λάθυρος ο ήμερος, καθώς και ο καρπός του
νεοελλ.
1. κοινή ονομασία για τα αποφλοιωμένα και, συνήθως, αλευροποιημένα σπέρματα του επίσης κν. γνωστού ως λαθούρι και φαβέτα οσπρίου
2. (τροφ. τεχνολ.) έδεσμα, με τη μορφή πηκτής, που παρασκευάζεται με μαγείρευμα τών αλευροποιημένων σπερμάτων του λαθουριού
3. μτφ. (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που είναι ανούσιος, χωρίς νοστιμιά
4. φρ. «κάποιο λάκκο έχει η φάβα» — λέγεται για καταστάσεις φαινομενικά εύκολες, για τις οποίες όμως δημιουργούνται υποψίες ότι κρύβουν κάποια παγίδα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος περιστερᾱς ἀγρίας, σπερμοφάγου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faba, -ae «είδος οσπρίου»].———————— (II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «μέγας φόβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. ο οποίος πρέπει πιθ. να διαβαστεί φόβᾱ και να συνδεθεί με το ρ. φέβομαι.———————— (III)
το / φάβα, -ατος, ΝΜΑ
η φάβα
μσν.
στον πληθ. τὰ φάβατα
οι κύαμοι, τα κουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faba «είδος οσπρίου»].