φεγγίτης: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
(6_19)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φεγγίτης''': -ου, ὁ, = [[σεληνίτης]], Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 664C, Πλίν. 36, 22, 46, 2) ὡς καὶ νῦν, ἡ ὀπὴ ἐπὶ τῆς στέγης δι’ ἧς εἰσέρχεται φῶς εἰς τὴν οἰκίαν, «σαλάμβαι οἱ φανόπται, [[ἤτοι]] οἱ φεγγῖται ἰδιωτικῶς, παρὰ τὸ [[σέλας]] δι’ αὐτῶν βαίνειν» Τζέτζ. εἰς Λυκόφ. 98.
|lstext='''φεγγίτης''': -ου, ὁ, = [[σεληνίτης]], Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 664C, Πλίν. 36, 22, 46, 2) ὡς καὶ νῦν, ἡ ὀπὴ ἐπὶ τῆς στέγης δι’ ἧς εἰσέρχεται φῶς εἰς τὴν οἰκίαν, «σαλάμβαι οἱ φανόπται, [[ἤτοι]] οἱ φεγγῖται ἰδιωτικῶς, παρὰ τὸ [[σέλας]] δι’ αὐτῶν βαίνειν» Τζέτζ. εἰς Λυκόφ. 98.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />κυκλικό, ορθογώνιο ή ελλειψοειδές [[άνοιγμα]] σε [[στέγη]] ή στο άνω [[μέρος]] τοίχου, [[συνήθως]] καλυμμένο με [[τζάμι]], το οποίο χρησιμεύει για να μπαίνει το φως της ημέρας και ο [[αέρας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υαλόφρακτο [[πλαίσιο]] στο [[πάνω]] [[μέρος]] τών παραθύρων<br /><b>2.</b> <b>(ορυκτ.)</b> αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του καλίου και του σιδήρου, το οποίο ανήκει στην [[ομάδα]] τών μαρμαρυγιών και αποτελεί την πλουσιότερη σε [[διοξείδιο]] του πυριτίου [[ποικιλία]] του μοσχοβίτη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[σεληνίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φεγγίτης Medium diacritics: φεγγίτης Low diacritics: φεγγίτης Capitals: ΦΕΓΓΙΤΗΣ
Transliteration A: phengítēs Transliteration B: phengitēs Transliteration C: feggitis Beta Code: feggi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A = σεληνίτης, Plin.HN36.163, Alex.Aphr.in Sens.29.7, Tz.ad Lyc.98.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, der Leuchtstein, das zu Fensterscheiben gebräuchliche Marienglas, Schol. Lycophr. 98.

Greek (Liddell-Scott)

φεγγίτης: -ου, ὁ, = σεληνίτης, Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 664C, Πλίν. 36, 22, 46, 2) ὡς καὶ νῦν, ἡ ὀπὴ ἐπὶ τῆς στέγης δι’ ἧς εἰσέρχεται φῶς εἰς τὴν οἰκίαν, «σαλάμβαι οἱ φανόπται, ἤτοι οἱ φεγγῖται ἰδιωτικῶς, παρὰ τὸ σέλας δι’ αὐτῶν βαίνειν» Τζέτζ. εἰς Λυκόφ. 98.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
κυκλικό, ορθογώνιο ή ελλειψοειδές άνοιγμα σε στέγη ή στο άνω μέρος τοίχου, συνήθως καλυμμένο με τζάμι, το οποίο χρησιμεύει για να μπαίνει το φως της ημέρας και ο αέρας
νεοελλ.
1. υαλόφρακτο πλαίσιο στο πάνω μέρος τών παραθύρων
2. (ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του καλίου και του σιδήρου, το οποίο ανήκει στην ομάδα τών μαρμαρυγιών και αποτελεί την πλουσιότερη σε διοξείδιο του πυριτίου ποικιλία του μοσχοβίτη
μσν.-αρχ.
ο σεληνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + κατάλ. -ίτης].