φυτάλιος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(6_19) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῠτάλιος''': -ον, τῷ ἐπομ., [[Πολυδ]]. Α΄, 24· [[Ζεὺς]] Ἔρμανν. εἰς Ὀρφ. Ὕμν. 14. 9. [ῡ ἔνθ’ ἀνωτ., [[χάριν]] τοῦ μέτρου]. | |lstext='''φῠτάλιος''': -ον, τῷ ἐπομ., [[Πολυδ]]. Α΄, 24· [[Ζεὺς]] Ἔρμανν. εἰς Ὀρφ. Ὕμν. 14. 9. [ῡ ἔνθ’ ἀνωτ., [[χάριν]] τοῦ μέτρου]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />[[φυτάλμιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>φῠ</i>- του <i>φύω</i> με [[επίθημα]] -<i>ταλ</i>-<i>ιος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φυταλιά]]), ενώ, κατ' άλλους, έχει προέλθει από το ουσ. [[φυτόν]] με [[επίθημα]] -[[άλιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>νηφ</i>-[[άλιος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον, = sq.,
A θεοί Poll.1.24; of Poseidon, Corn.ND22; Ζεύς Orph.H.15.9 [ῡ metri gr.]
German (Pape)
[Seite 1319] ον, auch 3 Endgn, = φυτάλμιος; φυτάλιος Ζεύς, Herm. Orph. Hymn. 15, 9; Poll. 1, 24. – [Υ an sich kurz, des Verses wegen lang gebraucht.]
Greek (Liddell-Scott)
φῠτάλιος: -ον, τῷ ἐπομ., Πολυδ. Α΄, 24· Ζεὺς Ἔρμανν. εἰς Ὀρφ. Ὕμν. 14. 9. [ῡ ἔνθ’ ἀνωτ., χάριν τοῦ μέτρου].
Greek Monolingual
-ον, Α
φυτάλμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. φῠ- του φύω με επίθημα -ταλ-ιος (βλ. λ. φυταλιά), ενώ, κατ' άλλους, έχει προέλθει από το ουσ. φυτόν με επίθημα -άλιος (πρβλ. νηφ-άλιος)].