χητοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />privation, manque.<br />'''Étymologie:''' [[χῆτος]].
|btext=ης (ἡ) :<br />privation, manque.<br />'''Étymologie:''' [[χῆτος]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[στέρηση]], [[ένδεια]]<br /><b>2.</b> [[απομόνωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στο ρ. [[χατέω]] και εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το [[φωνήεν]] της ρίζας <i>gh</i><i>ē</i>- και κατάλ. -<i>σύνη</i>].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χητοσύνη Medium diacritics: χητοσύνη Low diacritics: χητοσύνη Capitals: ΧΗΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: chētosýnē Transliteration B: chētosynē Transliteration C: chitosyni Beta Code: xhtosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A desolation, loneliness, AP9.408 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1354] ἡ, Mangel, Bedürftigkeit, Verwaisung, Einsamkeit, Antp. Th. 35 (IX, 408).

Greek (Liddell-Scott)

χητοσύνη: ἡ, ἔλλειψις, στέρησις, ἐρημία, Ἀνθ. Παλ. 9. 408.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
privation, manque.
Étymologie: χῆτος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. στέρηση, ένδεια
2. απομόνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω και εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- και κατάλ. -σύνη].