Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαγῷος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(22)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de lièvre.<br />'''Étymologie:''' [[λαγώς]].
|btext=α, ον :<br />de lièvre.<br />'''Étymologie:''' [[λαγώς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λαγῷος]], -α, -ον (Α) [[λαγώς]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λαγῷα</i><br />οι μεζέδες, τα λιχνεύματα.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαγῷος]], -α, -ον (Α) [[λαγώς]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λαγῷα</i><br />οι μεζέδες, τα λιχνεύματα.
|mltxt=[[λαγῷος]], -α, -ον (Α) [[λαγώς]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λαγῷα</i><br />οι μεζέδες, τα λιχνεύματα.
}}
}}

Revision as of 22:17, 6 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγῷος Medium diacritics: λαγῷος Low diacritics: λαγώος Capitals: ΛΑΓΩΟΣ
Transliteration A: lagō̂ios Transliteration B: lagōos Transliteration C: lagoos Beta Code: lagw=|os

English (LSJ)

α, ον, contr. for λαγώϊος,

   A of the hare, κρέα Ar.Ach.1110; τρίχες Plu.2.138f; τὰ λ. (sc. κρέα) hare's flesh, Hp.Vict.2.46: and generally, dainties, delicacies, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Ar.V.709, cf. Ach. 1006, Pax1196, Telecl.32, Pl.Com.174.10, etc.

German (Pape)

[Seite 5] zsgzgn aus λαγώειος, vom Hafen, τὰ λαγῷα κρέα, Ath. IX, 400 d; gew. ohne Zusatz, Ar. Equ. 1192 u. öfter; Ath. XIV, 641 f u. öfter; = Hasenbraten, wofür nach Moeris λάγεια hellenistische Form ist.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγῷος: -α, -ον, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ λαγώιος, ἀνήκων εἰς τὸν λαγόν, τοῦ λαγοῦ, κρέα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1110· τρίχες Πλούτ. 2. 138F· - τὰ λαγῷα (δηλ. κρέα), κρέας λαγοῦ καὶ καθόλου λιχνεύματα, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Ἀριστοφ. Σφ. 709, πρβλ. Ἀχ. 1006, Εἰρ. 1195· χαίρω λαγῴοις Τηλεκλείδης ἐν «Στερροῖς» 2, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de lièvre.
Étymologie: λαγώς.

Greek Monolingual

λαγῷος, -α, -ον (Α) λαγώς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαγῷα
οι μεζέδες, τα λιχνεύματα.

Greek Monolingual

λαγῷος, -α, -ον (Α) λαγώς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαγῷα
οι μεζέδες, τα λιχνεύματα.