αερόστατο: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το <b>(Αερον.)</b><br />[[μεγάλος]] [[αεροστεγής]] [[σάκος]], [[γεμάτος]] με ένα [[αέριο]] ελαφρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, [[υδρογόνο]] ή ήλιο), που ανεβαίνει και αιωρείται [[μέσα]] στην [[ατμόσφαιρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στατός]] <span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]], <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>aerostat</i>].
|mltxt=το <b>(Αερον.)</b><br />[[μεγάλος]] [[αεροστεγής]] [[σάκος]], [[γεμάτος]] με ένα [[αέριο]] ελαφρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, [[υδρογόνο]] ή ήλιο), που ανεβαίνει και αιωρείται [[μέσα]] στην [[ατμόσφαιρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στατός]] <span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]], πρβλ. γαλλ. <i>aerostat</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

το (Αερον.)
μεγάλος αεροστεγής σάκος, γεμάτος με ένα αέριο ελαφρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, υδρογόνο ή ήλιο), που ανεβαίνει και αιωρείται μέσα στην ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ + -στατός < ίστημι, πρβλ. γαλλ. aerostat].