αερόστατο: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
(1) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το <b>(Αερον.)</b><br />[[μεγάλος]] [[αεροστεγής]] [[σάκος]], [[γεμάτος]] με ένα [[αέριο]] ελαφρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, [[υδρογόνο]] ή ήλιο), που ανεβαίνει και αιωρείται [[μέσα]] στην [[ατμόσφαιρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στατός]] <span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]], | |mltxt=το <b>(Αερον.)</b><br />[[μεγάλος]] [[αεροστεγής]] [[σάκος]], [[γεμάτος]] με ένα [[αέριο]] ελαφρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, [[υδρογόνο]] ή ήλιο), που ανεβαίνει και αιωρείται [[μέσα]] στην [[ατμόσφαιρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στατός]] <span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]], πρβλ. γαλλ. <i>aerostat</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 23 December 2018
Greek Monolingual
το (Αερον.)
μεγάλος αεροστεγής σάκος, γεμάτος με ένα αέριο ελαφρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, υδρογόνο ή ήλιο), που ανεβαίνει και αιωρείται μέσα στην ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ + -στατός < ίστημι, πρβλ. γαλλ. aerostat].