αρείων: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρείων]] (-ονος), -ον (Α)<br />(χρησιμοποιείται ως [[συγκριτικός]] του [[αγαθός]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[άριστος]])<br /><b>1.</b> ικανότερος, ισχυρότερος, [[ανώτερος]] ως [[προς]] τη σωματική [[δύναμη]], την [[καταγωγή]] ή τον πλούτο<br /><b>2.</b> στη Μυκην. η λ. (<i>aro</i><sub>2</sub><i>e</i> και <i>aro</i><sub>2</sub><i>a</i>) προσδιορίζει ενδύματα και τροχούς αμαξών και σημαίνει «καλύτερης ποιότητας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συγκριτικό βαθμό του [[αγαθός]]<br />στον Όμηρο και τον Ησύχιο χρησίμευε στον χαρακτηρισμό αλόγων, ενώ ο πληθυντ. <i>αρείονες</i> δήλωνε και ένα [[είδος]] σαλιγκαριών. Σε [[αντίθεση]] [[προς]] τη Μυκηναϊκή, όπου ο [[συγκριτικός]] <i>aro</i><sub>2</sub><i>a</i> (<i>αρίοα</i>) σχηματίζεται από <i>αρ</i>- και το [[επίθημα]] του συγκριτικού βαθμού -<i>iyos</i> -, στην Ελληνική [[αντί]] των κανονικών συγκριτικού, υπερθετικού <i>αρίων</i>, <i>αίρων</i>, [[άριστος]] έχουμε [[αρείων]] -[[άριστος]]. Ο τ. [[αρείων]] προέρχεται πιθ. από αρχικό τ. επιθέτου <i>άρειον</i> ([[χωρίς]] [[επίθημα]] συγκριτικού βαθμού) <span style="color: red;"><</span> [[άρειος]] «[[καλός]], [[ισχυρός]], ρωμαλαίος, [[σπουδαίος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> «Ζεῡς [[ἄρειος]], τεῑχος [[ἄρειον]]» <b>κ.λπ.</b>) <span style="color: red;"><</span> <i>άρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> συγκριτικό [[λωΐων]] <span style="color: red;"><</span> <i>λώϊον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λώϊος</i>)].
|mltxt=[[ἀρείων]] (-ονος), -ον (Α)<br />(χρησιμοποιείται ως [[συγκριτικός]] του [[αγαθός]]<br />πρβλ. [[άριστος]])<br /><b>1.</b> ικανότερος, ισχυρότερος, [[ανώτερος]] ως [[προς]] τη σωματική [[δύναμη]], την [[καταγωγή]] ή τον πλούτο<br /><b>2.</b> στη Μυκην. η λ. (<i>aro</i><sub>2</sub><i>e</i> και <i>aro</i><sub>2</sub><i>a</i>) προσδιορίζει ενδύματα και τροχούς αμαξών και σημαίνει «καλύτερης ποιότητας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συγκριτικό βαθμό του [[αγαθός]]<br />στον Όμηρο και τον Ησύχιο χρησίμευε στον χαρακτηρισμό αλόγων, ενώ ο πληθυντ. <i>αρείονες</i> δήλωνε και ένα [[είδος]] σαλιγκαριών. Σε [[αντίθεση]] [[προς]] τη Μυκηναϊκή, όπου ο [[συγκριτικός]] <i>aro</i><sub>2</sub><i>a</i> (<i>αρίοα</i>) σχηματίζεται από <i>αρ</i>- και το [[επίθημα]] του συγκριτικού βαθμού -<i>iyos</i> -, στην Ελληνική [[αντί]] των κανονικών συγκριτικού, υπερθετικού <i>αρίων</i>, <i>αίρων</i>, [[άριστος]] έχουμε [[αρείων]] -[[άριστος]]. Ο τ. [[αρείων]] προέρχεται πιθ. από αρχικό τ. επιθέτου <i>άρειον</i> ([[χωρίς]] [[επίθημα]] συγκριτικού βαθμού) <span style="color: red;"><</span> [[άρειος]] «[[καλός]], [[ισχυρός]], ρωμαλαίος, [[σπουδαίος]]» (πρβλ. «Ζεῡς [[ἄρειος]], τεῑχος [[ἄρειον]]» <b>κ.λπ.</b>) <span style="color: red;"><</span> <i>άρος</i> (πρβλ. συγκριτικό [[λωΐων]] <span style="color: red;"><</span> <i>λώϊον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λώϊος</i>)].
}}
}}

Revision as of 10:43, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀρείων (-ονος), -ον (Α)
(χρησιμοποιείται ως συγκριτικός του αγαθός
πρβλ. άριστος)
1. ικανότερος, ισχυρότερος, ανώτερος ως προς τη σωματική δύναμη, την καταγωγή ή τον πλούτο
2. στη Μυκην. η λ. (aro2e και aro2a) προσδιορίζει ενδύματα και τροχούς αμαξών και σημαίνει «καλύτερης ποιότητας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συγκριτικό βαθμό του αγαθός
στον Όμηρο και τον Ησύχιο χρησίμευε στον χαρακτηρισμό αλόγων, ενώ ο πληθυντ. αρείονες δήλωνε και ένα είδος σαλιγκαριών. Σε αντίθεση προς τη Μυκηναϊκή, όπου ο συγκριτικός aro2a (αρίοα) σχηματίζεται από αρ- και το επίθημα του συγκριτικού βαθμού -iyos -, στην Ελληνική αντί των κανονικών συγκριτικού, υπερθετικού αρίων, αίρων, άριστος έχουμε αρείων -άριστος. Ο τ. αρείων προέρχεται πιθ. από αρχικό τ. επιθέτου άρειον (χωρίς επίθημα συγκριτικού βαθμού) < άρειος «καλός, ισχυρός, ρωμαλαίος, σπουδαίος» (πρβλ. «Ζεῡς ἄρειος, τεῑχος ἄρειον» κ.λπ.) < άρος (πρβλ. συγκριτικό λωΐων < λώϊον < λώϊος)].