ἀέριος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(Bailly1_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><i>épq. et ion.</i> [[ἠέριος]];<br />enveloppé des brouillards du matin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀήρ]], ion. [[ἠήρ]].
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><i>épq. et ion.</i> [[ἠέριος]];<br />enveloppé des brouillards du matin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀήρ]], ion. [[ἠήρ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀέριος:''' [ᾱ], -ον, επίσης <i>-α</i>, <i>-ον</i>· Ιων. [[ἠέριος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[ἀήρ]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται στην πρωινή [[ομίχλη]], [[πάχνη]] ή τον πυκνό αέρα του πρωινού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που βρίσκεται στον αέρα, [[ψηλά]] στον αέρα, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 17:21, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀέριος Medium diacritics: ἀέριος Low diacritics: αέριος Capitals: ΑΕΡΙΟΣ
Transliteration A: aérios Transliteration B: aerios Transliteration C: aerios Beta Code: a)e/rios

English (LSJ)

[ᾱ], α, ον, also ος, ον; Ion. ἠέριος, η, ον (q.v.): (ἀήρ):—

   A misty, σκότον E.Ph.1534.    II in the air, high in air, κρότον ποδῶν Id.Tr.546; of the air, aerial, opp. χθόνιος, Id.Fr.27; πῦρ Hp.Vict.1.10; αἰτίαι ἀ., title of work by Democr.; opp. ὑπόγειος, PMag.Lond.121.893; ἀ. φύσις Arist.Mu.392b14; ζῷα ib.398b33; γένος Pl.Epin.984e; τὰ ἀ. Luc.Prom.Es 6. Adv. -ως Iamb.Myst.1.9.    III wide as air, infinite, ἄμμου μέγεθος ἀ. D.S.1.33, cf. 5.42.    b indefinite, vain, futile, Phld.Vit.p.9J., Ir.p.79 W.; ἐπιζήτησις Id.Sign.21.

German (Pape)

[Seite 42] ον, luftig, γένος, von Dämonen, Plat. Epin. 984 d; φύσις Arist. mund. 3; ζῶα, in der Luft lebend, ibd. 5. Bei Dichtern nebelig, s. ἠέριος; – μέγεθος ἀέριον D. Sic. 1, 33, groß, wie die Luft, aber v. l. ἄπειρον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀέριος: [ᾱ], -ον, καὶ -α, -ον, Ἰων. ἠέριος, -η, -ον, (ὃ ἴδε) (ἀήρ). Ὁ ἐν τῇ «ομίχλῃ ἢ ἐν τῷ πυκνῷ ἀέρι τῆς πρωΐας, Εὐρ. Φοίν. 1534. ΙΙ. ἐν τῷ ἀέρι, ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι, Εὐρ. Τρῳ. 546· ἐναέριος, κατ’ ἀντίθ. τῷ χθόνιος, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 27· φύσις, Ἀριστ. Κόσμ. 3. 4· ζῷα, αὐτόθι 6. Λουκ. Προμ. 6· ἀέριον γένος, Πλάτ. Ἐπινομὶς 984D. -Ἐπίρρ. -ως, Ἰάμβλ. περὶ Μυστ. ΙΙΙ. εὐρύς, ἀπέραντος ὡς ἀήρ, ἄπειρος, Διόδ. 1. 33, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
épq. et ion. ἠέριος;
enveloppé des brouillards du matin.
Étymologie: ἀήρ, ion. ἠήρ.

Greek Monotonic

ἀέριος: [ᾱ], -ον, επίσης , -ον· Ιων. ἠέριος, , -ον (ἀήρ
I. αυτός που βρίσκεται στην πρωινή ομίχλη, πάχνη ή τον πυκνό αέρα του πρωινού, σε Ευρ.
II. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, ψηλά στον αέρα, στον ίδ.