ἀκροβόλισις: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκροβόλισις]] (-εως), η (Α) [[ἀκροβολίζομαι]]<br />ο [[ακροβολισμός]]. | |mltxt=[[ἀκροβόλισις]] (-εως), η (Α) [[ἀκροβολίζομαι]]<br />ο [[ακροβολισμός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκροβόλισις:''' -εως, ἡ, [[αψιμαχία]], [[άτακτος]] [[πόλεμος]], σε Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A skirmishing, X.An.3.4.18, Cyr.6.2.15 (pl.).
German (Pape)
[Seite 83] εως, ἡ, das Schleudern aus der Ferne, Scharmützel, Xen. An. 3, 4, 18 Cyr. 6, 2, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβόλισις: -εως, ἡ, = ἁψιμαχία, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 18, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
engagement à distance, escarmouche.
Étymologie: ἀκροβολίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
intercambio de disparos, de armas arrojadizas, escaramuza X.An.3.4.18, ἀ. τοξοτῶν καὶ ἀκοντιστῶν X.Cyr.6.2.15.
Greek Monolingual
ἀκροβόλισις (-εως), η (Α) ἀκροβολίζομαι
ο ακροβολισμός.
Greek Monotonic
ἀκροβόλισις: -εως, ἡ, αψιμαχία, άτακτος πόλεμος, σε Ξεν. κ.λπ.