ἀλαλαί: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀλαλαὶ και ἀλαλαλαὶ (Α)<br /><b>1.</b> [[επιφώνημα]] χαράς.<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[ἀλαλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του επιφωνήματος [[ἀλαλά]]].
|mltxt=ἀλαλαὶ και ἀλαλαλαὶ (Α)<br /><b>1.</b> [[επιφώνημα]] χαράς.<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[ἀλαλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του επιφωνήματος [[ἀλαλά]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλᾰλαί ή ἀλαλαλαί:''' [ᾰλ], επιφών. χαράς, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλᾰλαί Medium diacritics: ἀλαλαί Low diacritics: αλαλαί Capitals: ΑΛΑΛΑΙ
Transliteration A: alalaí Transliteration B: alalai Transliteration C: alalai Beta Code: a)lalai/

English (LSJ)

or ἀλαλαλαί [ᾰλ], exclam. of joy, in formula

   A ἀλαλαὶ ἰὴ παιών Ar.Av.1763, Lys.1291. ἀλαλάξιος, god of the war-cry, epith. of Ares, Corn.ND21; of Zeus, Call.Aet.3.1.60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλᾰλαί: [ᾰ], ἐπιφώνημα χαρᾶς, ἐν τῇ φράσει: ἀλαλαί ἰὴ παιήων, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1763, Λυσ. 1291, καὶ ἐκ διορθώσεως ἐν Ὄρ. 953, ἀντὶ ἀλαλάν· πλεῖσται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἀλαλαλαὶ ἐπὶ τῇ βάσει ἄλλων κωδίκων· ὑπάρχουσι καὶ γραφαί: ἀλλαλαί, ἀλλαλή.

Spanish (DGE)

(ἀλᾰλαί)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 alalai grito de triunfo ἀλαλαὶ ἰὴ παιών Ar.Au.1763, Lys.1291
o de júbilo, Ar.Au.951.
2 alalai grito de dolor, de donde desgracia, catástrofe Ἀδελφέ, οὐαὶ καὶ ἀλαλαὶ τῷ γένει ἡμῶν Bars.Resp.600.45.

• Etimología: Onomat.

Greek Monolingual

ἀλαλάι, το (Μ)
αλαλαγμός, θόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαλάγιον, υποκορ. του αρχ. ουσιαστ. ἀλαλαγή. Για τον σχηματισμό της λ. ἀλαλάι πρβλ. και ἀγωγή > ἀγώγιον > ἀγώγι και ἀγώι, ἀλαγή > ἀλλάγιον > ἀλλάι, βασταγή > βαστάγιον > βαστάγι και βαστάι, καθώς και τα: καταφυγὴ > καταφύγιον, καταγωγὴ > καταγώγιον.

Greek Monolingual

ἀλαλαὶ και ἀλαλαλαὶ (Α)
1. επιφώνημα χαράς.
2. ως ουσ. βλ. ἀλαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του επιφωνήματος ἀλαλά].

Greek Monotonic

ἀλᾰλαί ή ἀλαλαλαί: [ᾰλ], επιφών. χαράς, σε Αριστοφ.