ἄλφι: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄλφι]], το (Α)<br /><b>βλ.</b> [[άλφιτον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όρος που δήλωνε αρχικά [[είδος]] αλεύρου από [[κριθάρι]] σε [[αντίθεση]] με τις λ. [[ἄλειαρ]], [[ἄλευρον]]. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ [[επέκταση]] «το καθημερινό [[ψωμί]], τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου) ουσιαστικού με παλαιότερο τ. πληθ. <i>ἄλφατα</i>, όπως φαίνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[ἀλίφατα]] «ἄλφιτα ἤ ἄλευρα». Ετυμολογικά η λ. θεωρείται [[συγγενής]] με το αλβαν. <i>el΄p</i>, <i>el΄bi</i> «[[κριθάρι]]» και [[είναι]] πιθ. να ανάγεται στο IE <i>albhi</i> «[[κριθάρι]]». Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[είναι]] πιθ. να συνδέεται με το <i>ἀλφὸς</i> «[[υπόλευκος]]» και το λατ. <i>albus</i> «[[λευκός]]»]. | |mltxt=[[ἄλφι]], το (Α)<br /><b>βλ.</b> [[άλφιτον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όρος που δήλωνε αρχικά [[είδος]] αλεύρου από [[κριθάρι]] σε [[αντίθεση]] με τις λ. [[ἄλειαρ]], [[ἄλευρον]]. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ [[επέκταση]] «το καθημερινό [[ψωμί]], τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου) ουσιαστικού με παλαιότερο τ. πληθ. <i>ἄλφατα</i>, όπως φαίνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[ἀλίφατα]] «ἄλφιτα ἤ ἄλευρα». Ετυμολογικά η λ. θεωρείται [[συγγενής]] με το αλβαν. <i>el΄p</i>, <i>el΄bi</i> «[[κριθάρι]]» και [[είναι]] πιθ. να ανάγεται στο IE <i>albhi</i> «[[κριθάρι]]». Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[είναι]] πιθ. να συνδέεται με το <i>ἀλφὸς</i> «[[υπόλευκος]]» και το λατ. <i>albus</i> «[[λευκός]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄλφῐ:''' τό, ποιητ. συντομογρ. [[τύπος]] του [[ἄλφιτον]], σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως [[κρῖ]] αντί [[κριθή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, poet. indecl. abbrev. of
A ἄλφιτον, ἄλφι καὶ ὕδωρ h.Cer.208, cf. Str.8.5.3, EM769.39.
German (Pape)
[Seite 112] τό, abgekürzt für ἄλφιτον, H. h. Cer. 208; Antimach. u. Epicharm. in VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλφῐ: τό, ποιητ. ἄκλ. συντετμημ. τύπος τοῦ ἄλφιτον, ἄλφι καὶ ὕδωρ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 208, πρβλ. Στράβ. 364, Ἐτυμ. Μ. 769. 39· πρβλ. ὡσαύτως κρῖ ἀντὶ κριθή, κτλ.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
poét.
farine d’orge ; pain.
Étymologie: abrév. de ἄλφιτον.
Spanish (DGE)
(ἄλφῐ) τό
harina, ἄλφι καὶ ὕδωρ h.Cer.208, εὐήλατον ἄλφι Antim.109, cf. Str.8.5.3, EM 769.39G., Hsch., cf. ἄλφιτον. • DMic.: a-pi.
• Etimología: Se impone la existencia de un neutr. ide. *albhi ‘cebada’, ‘harina de cebada’ representado en alb. por elp (elbi) ‘id.’ y tal vez en iranio *albh- (en el préstamo arba ‘cebada’ en turco-tártaro). A partir de la variante del lacon. ἀλίφατα una decl. heterócl. en -i / -n (cf. ai. asthi asthnás) resulta evidente. A su vez *albhi ha sido rel. bien c. la r. de ἀλφάνω q.u., bien c. la de ἀλφός q.u.
Greek Monolingual
ἄλφι, το (Α)
βλ. άλφιτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος που δήλωνε αρχικά είδος αλεύρου από κριθάρι σε αντίθεση με τις λ. ἄλειαρ, ἄλευρον. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ επέκταση «το καθημερινό ψωμί, τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου) ουσιαστικού με παλαιότερο τ. πληθ. ἄλφατα, όπως φαίνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου ἀλίφατα «ἄλφιτα ἤ ἄλευρα». Ετυμολογικά η λ. θεωρείται συγγενής με το αλβαν. el΄p, el΄bi «κριθάρι» και είναι πιθ. να ανάγεται στο IE albhi «κριθάρι». Κατ’ άλλη άποψη, η λ. είναι πιθ. να συνδέεται με το ἀλφὸς «υπόλευκος» και το λατ. albus «λευκός»].
Greek Monotonic
ἄλφῐ: τό, ποιητ. συντομογρ. τύπος του ἄλφιτον, σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως κρῖ αντί κριθή.