ἀκήδεστος: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκήδεστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο [[κανείς]] δεν φρόντισε<br /><b>2.</b> [[άθαφτος]]<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀκηδέστως</i><br />[[χωρίς]] [[φροντίδα]] για τους άλλους, ανελέητα, άσπλαχνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά τον Schwyzer και τον Frisk η λ. [[ἀκήδεστος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κῆδος]]<br />[[κατά]] τον Chantraine η λ. [[ἀκήδεστος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκηδῶ</i>]. | |mltxt=[[ἀκήδεστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο [[κανείς]] δεν φρόντισε<br /><b>2.</b> [[άθαφτος]]<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀκηδέστως</i><br />[[χωρίς]] [[φροντίδα]] για τους άλλους, ανελέητα, άσπλαχνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά τον Schwyzer και τον Frisk η λ. [[ἀκήδεστος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κῆδος]]<br />[[κατά]] τον Chantraine η λ. [[ἀκήδεστος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκηδῶ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκήδεστος:''' -ον ([[κηδέω]]), [[αφρόντιστος]], [[άταφος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] τις οφειλόμενες, δέουσες τελετές της ταφής, ή (πιθ.) [[χωρίς]] [[ενδιαφέρον]], [[μέριμνα]], [[έγνοια]] για τους άλλους, απερίσκεπτα, αψήφιστα, αλύπητα, άσπλαχνα, στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A uncared for, Il.6.60; esp. unburied, AP7.686 (Pall.); unkempt, κάρηνον Nonn.D.10.272. Adv. -τως without care for others, ruthlessly, Il.22.465, 24.417, cf.AP9.375.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκήδεστος: -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς ἐφρόντισεν, ἄταφος, Ἰλ. Ζ. 60: οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ., -τως, ἄνευ τῶν προσηκουσῶν τελετῶν τῆς ταφῆς ἢ (ἴσως) ἄνευ φροντίδος περὶ ἄλλων, ἀπερισκέπτως, ἀπανθρώπως, Ἰλ. Χ. 465, Ω. 417, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 375.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abandonné sans sépulture.
Étymologie: ἀ, κήδομαι.
English (Autenrieth)
(κηδέω): uncared-for, i. e. of the dead, ‘unburied,’ Il. 6.60; adv. ἀκηδέστως, pitilessly.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. ép. -οιο Nonn.D.10.272]
I 1que no recibe cuidados esp. de un cadáver al que no se le han rendido los honores fúnebres sin duelo, Il.6.60, ἀκήδεστον γαίῃ ἔνι τόνδε λιπόντες A.R.2.151, cf. AP 7.686 (Pall.).
2 descuidado, desaliñado πρόσωπον Nonn.D.42.85, κάρηνον Nonn.D.10.272.
II que no se preocupa, indiferente, triste σιωπή Nonn.D.12.120.
III adv. -ως
1 sin compasión, de forma implacable a un cadáver ἕλκειν Il.22.465, 24.417.
2 sin cuidado, sin comedimiento πῖνεν Q.S.13.6, cf. AP 9.375, οὐ ἀ. Orac.Sib.5.403.
Greek Monolingual
ἀκήδεστος, -ον (Α)
1. αυτός για τον οποίο κανείς δεν φρόντισε
2. άθαφτος
3. επίρρ. ἀκηδέστως
χωρίς φροντίδα για τους άλλους, ανελέητα, άσπλαχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Schwyzer και τον Frisk η λ. ἀκήδεστος < ἀ- + κῆδος
κατά τον Chantraine η λ. ἀκήδεστος < ἀκηδῶ].
Greek Monotonic
ἀκήδεστος: -ον (κηδέω), αφρόντιστος, άταφος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. -τως, χωρίς τις οφειλόμενες, δέουσες τελετές της ταφής, ή (πιθ.) χωρίς ενδιαφέρον, μέριμνα, έγνοια για τους άλλους, απερίσκεπτα, αψήφιστα, αλύπητα, άσπλαχνα, στο ίδ.