ἀμφιπέλομαι: Difference between revisions
ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing
(3) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφιπέλομαι]] (Α)<br />(για [[μουσική]])<br />περιφέρομαι, πλανιέμαι στον αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέλομαι]] «κινούμαι, [[είμαι]], [[γίνομαι]]»]. | |mltxt=[[ἀμφιπέλομαι]] (Α)<br />(για [[μουσική]])<br />περιφέρομαι, πλανιέμαι στον αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέλομαι]] «κινούμαι, [[είμαι]], [[γίνομαι]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφιπέλομαι:''' αποθ., λέγεται για [[μουσική]], ηχώ [[τριγύρω]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A hover, float around, of music, ἥτις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται Od.1.352; encompass, Sammelb.5829.16.
German (Pape)
[Seite 141] (s. πέλομαι), umgeben, ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, vom Gesange, der die Zuhörer umtönt, Od. 1, 352.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπέλομαι: ἀποθ. ὑπάρχω, εἰμί, ἢ περιηχῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ἥτις ἀκουόντεσσι μεωτάτη ἀμφιπέληται Ὀδ. Α. 352.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
se trouver ou flotter autour de, τινι.
Étymologie: ἀμφί, πέλομαι.
English (Autenrieth)
be about one, ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, the newest song to ‘meet their ears,’ Od. 1.352†. Cf. ἀμφιέρχομαι.
Spanish (DGE)
encontrarse alrededor, rodear (ἀοιδή) ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται (el canto) que resulte más nuevo a quienes lo escuchan, Od.1.352, ἀμφιπέλοιτο κόνις SB 5829.16.
Greek Monolingual
ἀμφιπέλομαι (Α)
(για μουσική)
περιφέρομαι, πλανιέμαι στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πέλομαι «κινούμαι, είμαι, γίνομαι»].
Greek Monotonic
ἀμφιπέλομαι: αποθ., λέγεται για μουσική, ηχώ τριγύρω, σε Ομήρ. Οδ.