ἀμφινεικής: Difference between revisions
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφινεικής]], -ές (Α)<br />αυτός που τον διεκδικούν πολλοί, ο [[περιζήτητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεικής</i> <span style="color: red;"><</span> [[νεῖκος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εὐνεικής]], <i>πυλυνεικής</i> κ.λπ. και το κύριο <i>Πολυνείκης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμφινείκητος]]. | |mltxt=[[ἀμφινεικής]], -ές (Α)<br />αυτός που τον διεκδικούν πολλοί, ο [[περιζήτητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεικής</i> <span style="color: red;"><</span> [[νεῖκος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εὐνεικής]], <i>πυλυνεικής</i> κ.λπ. και το κύριο <i>Πολυνείκης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμφινείκητος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφινεικής:''' -ές ([[νεῖκος]]), [[περιμάχητος]], [[περιζήτητος]], αυτός που επιζητάται ανυπόμονα και επίμονα, σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A contested on all sides, eagerly wooed, of Helen, A. Ag.686; of Deïanira, S.Tr.104 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 141] ές, umstritten, des Streites werth, Helena, Aesch. Ag. 672; Deianira, Soph. Tr. 104.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφινεικής: -ές, περιμάχητος, περιζήτητος, περὶ τῆς Ἑλένης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686· περὶ τῆς Δηϊανείρας, Σοφ. Τρ. 104: πρβλ. ἀμφιμάχητος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
disputé, digne d’être disputé.
Étymologie: ἀμφί, νεικέω.
Spanish (DGE)
-ές
disputadode Helena, A.A.686, de Deyanira, S.Tr.104, Hsch.
Greek Monolingual
ἀμφινεικής, -ές (Α)
αυτός που τον διεκδικούν πολλοί, ο περιζήτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -νεικής < νεῖκος (πρβλ. εὐνεικής, πυλυνεικής κ.λπ. και το κύριο Πολυνείκης).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφινείκητος.
Greek Monotonic
ἀμφινεικής: -ές (νεῖκος), περιμάχητος, περιζήτητος, αυτός που επιζητάται ανυπόμονα και επίμονα, σε Αισχύλ., Σοφ.