βαλανάγρα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαλανάγρα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[κλειδί]] ή [[άγκιστρο]] για να τραβά [[κανείς]] τη βάλανο, τον [[σύρτη]] της πόρτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάλανος]] <span style="color: red;">+</span> [[άγρα]] «[[κυνήγι]]»].
|mltxt=[[βαλανάγρα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[κλειδί]] ή [[άγκιστρο]] για να τραβά [[κανείς]] τη βάλανο, τον [[σύρτη]] της πόρτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάλανος]] <span style="color: red;">+</span> [[άγρα]] «[[κυνήγι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰλᾰνάγρα:''' ἡ, [[κλειδί]] ή [[γάντζος]] για το [[τράβηγμα]] του μοχλού της πόρτας (βλ. [[βάλανος]] II), σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνάγρα Medium diacritics: βαλανάγρα Low diacritics: βαλανάγρα Capitals: ΒΑΛΑΝΑΓΡΑ
Transliteration A: balanágra Transliteration B: balanagra Transliteration C: valanagra Beta Code: balana/gra

English (LSJ)

ἡ,

   A key or hook for pulling out the βάλανος 11.4, Hdt. 3.155, X.HG5.2.29, Aen.Tact.18.9: in pl., = βάλανος 11.4, Plb.7.16.5, Them.Or.26.315d.

German (Pape)

[Seite 428] ἡ, 1) Schlüssel, der die βάλανος, w. m. s., heraushebt, Her. 3, 155; Xen. Hell. 5, 2, 29. – 2) das Thürschloß, Pol. 7, 16; Plut. Symp. 7, 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνάγρα: ἡ, κλειδίον τι ἢ ἄγκιστρον πρὸς ἐξαγωγὴν τῆς βαλάνου, ὁπότεθύρα ἠνοίγετο (ἴδε βάλανος ΙΙ. 3), Ἡρόδ. 3. 155. Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· - παρὰ Πολυβ. 7. 16, 5, κατὰ τὸ φαινόμενον, -βάλανος ΙΙ. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
clef ou crochet pour pousser un verrou.
Étymologie: βάλανος, ἀγρέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 llave ἐπιτρέψονται ἐμοὶ Βαβυλώνιοι ... τῶν πυλέων τὰς βαλανάγρας Hdt.3.155, παραδοὺς αὐτῷ τὴν βαλανάγραν τῶν πυλῶν X.HG 5.2.29, cf. Aen.Tact.18.9, Plu.2.705e, Polyaen.1.38.1, 2.36, 5.24, νῦν ἔμβαλε τὴν βαλανάγραν Hedyl.1494P.
2 cerrojo οὗτοι μὲν ἔξωθεν προσπεσόντες πειρῶνται διακόπτειν τοὺς στροφεῖς καὶ τὸ ζύγωμα τῶν πυλῶν, αὐτοὶ δὲ τὸν μοχλὸν ἔνδοθεν καὶ τὰς βαλανάγρας Plb.7.16.5, cf. Them.Or.26.315d.

Greek Monolingual

βαλανάγρα, η (Α)
1. κλειδί ή άγκιστρο για να τραβά κανείς τη βάλανο, τον σύρτη της πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + άγρα «κυνήγι»].

Greek Monotonic

βᾰλᾰνάγρα: ἡ, κλειδί ή γάντζος για το τράβηγμα του μοχλού της πόρτας (βλ. βάλανος II), σε Ηρόδ., Ξεν.