ἔδεσμα: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἔδεσμα]])<br /><b>1.</b> [[φαγητό]], [[τροφή]]<br /><b>2.</b> φαγώσιμα [[κυρίως]] ψημένα<br /><b>μσν.</b><br />(στα μοναστήρια) [[προσφάι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υστερογενής [[σχηματισμός]] σε -<i>μα</i> από το θ. του αορ. <i>ηδέσθην</i>, παρακμ. <i>εδήδεσμαι</i> του <i>έδω</i>. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμό ενός αρχαίου ονόματος <i>έδμα</i>]. | |mltxt=το (AM [[ἔδεσμα]])<br /><b>1.</b> [[φαγητό]], [[τροφή]]<br /><b>2.</b> φαγώσιμα [[κυρίως]] ψημένα<br /><b>μσν.</b><br />(στα μοναστήρια) [[προσφάι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υστερογενής [[σχηματισμός]] σε -<i>μα</i> από το θ. του αορ. <i>ηδέσθην</i>, παρακμ. <i>εδήδεσμαι</i> του <i>έδω</i>. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμό ενός αρχαίου ονόματος <i>έδμα</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔδεσμα:''' -ατος, τό ([[ἔδω]]), [[τροφή]], [[φαγητό]]· πληθ., «φαγώσιμα», σε Βατραχομ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (ἔδω)
A meat, food, Pl.Ti.73a, Antiph.26.10: pl., eatables, meats, Batr.31, X.Hier.1.23, Pl.R.559b, Antiph.82.1, Porph. Abst.1.55: metaph., οὐ γὰρ ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arist.Rh.1406a19:—Dim. ἐδεσμάτιον, τό, Procl.ad Hes.Op.41.
German (Pape)
[Seite 715] τό, die Speise, das Essen, Plat. Tim. 73 a; Isocr. 8, 109; Antiphan. Ath. III, 127 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἔδεσμα: τό, (ἔδω), φαγητόν, τροφή, Πλάτ. Τίμ. 73Α, Ἀντιφ. ἐν «Ἁλιευομένῃ», 1. 10· πληθ., ἐδώδιμα, «φαγώσιμα», Βατραχομ. 31, Πλάτ. Πολ. 559Β: - ὑποκορ. ἐδεσμάτιον, τό, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nourriture, aliment, mets.
Étymologie: ἔδω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. αἴδ- Tit.Bost.Man.M.18.1153C
comida, alimento τὰ ἐδέσματα τὰ ἰώμενά ἐστι καὶ τὰ βλάπτοντα Hp.Morb.Sacr.1.23, cf. 1.12, κοῦφον ... ἔ. Hp.Aff.52, cf. Int.31, Isoc.8.109, X.Hier.1.23, Antiph.27.10, πῶμα ἔδεσμα τε Pl.Ti.73a, ἡ ... ἐδεσμάτων ἐπιθυμία Pl.R.559b, ἀπέλαυσα πολλῶν καὶ καλῶν ἐδεσμάτων Antiph.82.1, cf. Theopomp.Hist.22, Batr.(a) 31, Arist.HA 522a4, ὅμοιοι γὰρ οἱ ἄνθρωποι τοῖς οἴνοις καὶ ἐδέσμασιν Arist.EE 1238a23, πῖον ἔ. Call.Dian.148, cf. Archestr.SHell.169.5, Polem.Hist.83, Plb.38.5.7, Plu.Tim.6, Luc.Vit.Auct.19, ἡσθεῖσα τῷ ἐδέσματι I.AI 1.43, (ἰατρική) προσφέρει τόδε τὸ βοήθημα ἢ τὸ ἔ. Anon.Prol.27.59, cf. Herm.Mand.5.2.2, Vett.Val.331.22, Orac.Sib.5.469, βαπτίζετε ὑμῶν τὰ ἐδέσματα Manes 81.1, λυπροῖς αἰδέσμασι διαιτώμενοι Tit.Bost.l.c.
Greek Monolingual
το (AM ἔδεσμα)
1. φαγητό, τροφή
2. φαγώσιμα κυρίως ψημένα
μσν.
(στα μοναστήρια) προσφάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής σχηματισμός σε -μα από το θ. του αορ. ηδέσθην, παρακμ. εδήδεσμαι του έδω. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμό ενός αρχαίου ονόματος έδμα].
Greek Monotonic
ἔδεσμα: -ατος, τό (ἔδω), τροφή, φαγητό· πληθ., «φαγώσιμα», σε Βατραχομ., Πλάτ.