ἐπικαμπής: Difference between revisions

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐπικαμπής]]) [[επικάμπτω]]<br />[[καμπύλος]], [[γωνιώδης]], [[κυρτός]], [[γυριστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευλύγιστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπικαμπῶς</i> (AM)<br />καμπυλωτά, κυρτά.
|mltxt=-ές (AM [[ἐπικαμπής]]) [[επικάμπτω]]<br />[[καμπύλος]], [[γωνιώδης]], [[κυρτός]], [[γυριστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευλύγιστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπικαμπῶς</i> (AM)<br />καμπυλωτά, κυρτά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικαμπής:''' -ές, λυγισμένος, [[κυρτός]], [[καμπύλος]], [[ελικοειδής]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαμπής Medium diacritics: ἐπικαμπής Low diacritics: επικαμπής Capitals: ΕΠΙΚΑΜΠΗΣ
Transliteration A: epikampḗs Transliteration B: epikampēs Transliteration C: epikampis Beta Code: e)pikamph/s

English (LSJ)

ές,

   A curved, curling, ὠτάρια BGU781 ii4 (i A.D.); [οὐραῖον] Luc.Gall.28; ξύλον Plu.Cam.32; convex, Pall.in Hp.Fract. 12.284C.; of hammer-toes, Heph.Astr.1.1. Adv. -πῶς Sch.rec.A. Th.384.

German (Pape)

[Seite 945] ές, eingebogen, gekrümmt, vom lituus, Plut. Cam. 32; Luc. Gall. 28.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
recourbé.
Étymologie: ἐπικάμπτω.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπικαμπής) επικάμπτω
καμπύλος, γωνιώδης, κυρτός, γυριστός
αρχ.
1. ευλύγιστος.
επίρρ...
ἐπικαμπῶς (AM)
καμπυλωτά, κυρτά.

Greek Monotonic

ἐπικαμπής: -ές, λυγισμένος, κυρτός, καμπύλος, ελικοειδής, σε Πλούτ., Λουκ.