συστεγάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[στεγάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στεγάζω]] στο ίδιο [[οίκημα]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συστεγάζομαι</i><br />[[μένω]] στο ίδιο [[σπίτι]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br />[[περικαλύπτω]] [[κάτι]] εντελώς («σαρξὶ καὶ νεύροις κεφαλὴν οὐ ξυνεστέγασαν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ΝΑ [[στεγάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στεγάζω]] στο ίδιο [[οίκημα]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συστεγάζομαι</i><br />[[μένω]] στο ίδιο [[σπίτι]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br />[[περικαλύπτω]] [[κάτι]] εντελώς («σαρξὶ καὶ νεύροις κεφαλὴν οὐ ξυνεστέγασαν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συστεγάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σκεπάζω]], [[καλύπτω]] εντελώς κάποιον ή [[κάτι]], <i>τινί</i>, με [[κάτι]], σε Πλάτ. — Παθ., σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:54, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστεγάζω Medium diacritics: συστεγάζω Low diacritics: συστεγάζω Capitals: ΣΥΣΤΕΓΑΖΩ
Transliteration A: systegázō Transliteration B: systegazō Transliteration C: systegazo Beta Code: sustega/zw

English (LSJ)

   A cover entirely, τινι with a thing, Pl.Ti.75c:—Pass., X.Cyr.6.2.17.

German (Pape)

[Seite 1044] mit, zusammen, ganz bedecken, σαρξὶ καὶ νεύροις κεφαλήν Plat. Tim. 75 c; im pass., Xen. Cyr. 6, 2, 17 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συστεγάζω: στεγάζω, περικαλύπτω ἐντελῶς, τινι, μέ τι πρᾶγμα, Πλάτ. Τίμ. 75C. - Παθ., Ξεν. Κύρ. 2. 6, 17.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. συνεστεγασμένος;
couvrir ensemble ou complètement.
Étymologie: σύν, στεγάζω.

Greek Monolingual

ΝΑ στεγάζω
νεοελλ.
1. στεγάζω στο ίδιο οίκημα
2. μέσ. συστεγάζομαι
μένω στο ίδιο σπίτι με άλλον ή με άλλους
αρχ.
περικαλύπτω κάτι εντελώς («σαρξὶ καὶ νεύροις κεφαλὴν οὐ ξυνεστέγασαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

συστεγάζω: μέλ. -σω, σκεπάζω, καλύπτω εντελώς κάποιον ή κάτι, τινί, με κάτι, σε Πλάτ. — Παθ., σε Ξεν.