πέπρωται: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
(31)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />(ως τριτοπρόσ.) [[είναι]] καθορισμένο από τη [[μοίρα]], [[είναι]] γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πόρω]].
|mltxt=ΝΑ<br />(ως τριτοπρόσ.) [[είναι]] καθορισμένο από τη [[μοίρα]], [[είναι]] γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πόρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πέπρωται:''' [[πέπρωτο]], γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *[[πόρω]]· [[πεπρωμένος]], μτχ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπρωται Medium diacritics: πέπρωται Low diacritics: πέπρωται Capitals: ΠΕΠΡΩΤΑΙ
Transliteration A: péprōtai Transliteration B: peprōtai Transliteration C: peprotai Beta Code: pe/prwtai

English (LSJ)

πέπρωτο, πεπρωμένος,

   A v. Πόρω. πέπτᾰμαι, πεπτᾰμένος, v. πετάννυμι. πεπτεῶτα, v. πίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

πέπρωται: πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *πόρω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pf.
il est marqué par le destin;
part. πεπρωμένος, η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον ἐστί, c’est l’arrêt du destin.
Étymologie: *πόρω.

Greek Monolingual

ΝΑ
(ως τριτοπρόσ.) είναι καθορισμένο από τη μοίρα, είναι γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πόρω.

Greek Monotonic

πέπρωται: πέπρωτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *πόρω· πεπρωμένος, μτχ.