σκᾶπτον: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(37) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />(δωρ. τ. του αμάρτυρου [[σκῆπτον]]) το [[σκήπτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκᾱπ</i>- / <i>σκηπ</i>- του [[σκήπτω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τον</i>]. | |mltxt=τὸ, Α<br />(δωρ. τ. του αμάρτυρου [[σκῆπτον]]) το [[σκήπτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκᾱπ</i>- / <i>σκηπ</i>- του [[σκήπτω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τον</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκᾶπτον:''' τό, Δωρ. αντί [[σκῆπτρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:57, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, Dor. for σκῆπτρον.
German (Pape)
[Seite 889] τό, dor. = σκῆπτρον; Pind. θεμιστεῖον ἀμφέπει σκᾶπτον, Ol. 1, 12; μόναρχον, P. 4, 152, u. oft. Man hat es mit dem deutschen »Schaft« verglichen.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾶπτον: τό, Δωρ. ἀντὶ σκῆπτρον.
French (Bailly abrégé)
dor. c. σκῆπτρον.
English (Slater)
σκᾱπτον (-ῳ, -ον.)
a staff σκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἐλαίας ἔκτανεν Λικύμνιον (O. 7.28)
b sceptre (Ἱέρων) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον (]τρον Π.) (O. 1.12) Ὀρτυγίας· τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων (O. 6.93) εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός (P. 1.6) “καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος” (P. 4.152) Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. . δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. 7.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(δωρ. τ. του αμάρτυρου σκῆπτον) το σκήπτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκᾱπ- / σκηπ- του σκήπτω + κατάλ. -τον].
Greek Monotonic
σκᾶπτον: τό, Δωρ. αντί σκῆπτρον.