ἰατρόμαντις: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰατρόμαντις]], -άντεως ὁ (Α)<br />(για τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό) [[γιατρός]] και [[μάντης]] συγχρόνως. | |mltxt=[[ἰατρόμαντις]], -άντεως ὁ (Α)<br />(για τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό) [[γιατρός]] και [[μάντης]] συγχρόνως. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰᾱτρόμαντις:''' -εως, ὁ, [[γιατρός]] και [[μάντης]] μαζί, λέγεται για τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· μεταφ., φρενῶν [[ἰατρόμαντις]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ὁ,
A physician and seer, of Apollo and Aesculapius, A.Supp.263, cf.Eu.62: metaph., φρενῶν ἰ. A.Ag.1623.
German (Pape)
[Seite 1234] εως, ὁ, Arzt u. Weissager; καὶ τερασκόπος Aesch. Eum. 62; Ag. 1606 Suppl. 260.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτρόμαντις: -εως, ὁ, ἰατρὸς ἅμα καὶ μάντις, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 263, πρβλ. Εὐμ. 62, Ἀριστοφ. Πλ. 11· μεταφ., φρενῶν ἰατρόμαντις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1623.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
médecin-devin, médecin infaillible.
Étymologie: ἰατρός, μάντις.
Greek Monolingual
ἰατρόμαντις, -άντεως ὁ (Α)
(για τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό) γιατρός και μάντης συγχρόνως.
Greek Monotonic
ἰᾱτρόμαντις: -εως, ὁ, γιατρός και μάντης μαζί, λέγεται για τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· μεταφ., φρενῶν ἰατρόμαντις, σε Αισχύλ.