ἔξαιτος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔξαιτος]], -ον (Α)<br />[[περιζήτητος]], [[εξαίρετος]], [[εκλεκτός]] («ἐξαίτους ἐρέτας», <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=[[ἔξαιτος]], -ον (Α)<br />[[περιζήτητος]], [[εξαίρετος]], [[εκλεκτός]] («ἐξαίτους ἐρέτας», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔξαιτος:''' -ον ([[αἰτέω]]), [[περιζήτητος]], [[πολυπόθητος]], [[εκλεκτός]], [[εξαίρετος]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαιτος Medium diacritics: ἔξαιτος Low diacritics: έξαιτος Capitals: ΕΞΑΙΤΟΣ
Transliteration A: éxaitos Transliteration B: exaitos Transliteration C: eksaitos Beta Code: e)/caitos

English (LSJ)

ον, (ἐξαίνυμαι)

   A picked, choice, excellent, οἶνόν τ' ἔ. μελιηδέα Il.12.320; νῆα καὶ ἐ. ἐρέτας Od.2.307; ἐ. ἑκατόμβας 5.102: in later Poets like ἐξαίρετος, A.R.4.1004, AP6.332.5 (Hadr.), Man.2.226, 3.354, Mus.Belg.16.71 (Attica, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 865] ausgewählt, vorzüglich; οἶνος Il. 12, 320; ἐρέται Od. 2, 307; ἑκατόμβαι 5, 302; sp. D., wie Man. 2, 226; auch Μήδεια, zurückgefordert, Ap. Rh. 4, 1004.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαιτος: -ον, (αἰτέω) περιζήτητος, ἐκλεκτός, ἐπίλεκτος, οἶνόν τ’ ἔξαιτον μελιηδέα Ἰλ. Μ. 320· νῆα καὶ ἐξαίτους ἐρέτας Ὀδ. Β. 307· ἐξαίτους ἑκατόμβας Ε. 102· μεταγεν. ποιηταὶ μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐξαίρετος, Ἀνθ. Π. 6. 332, Μανέθων 2. 226., 3. 354.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
choisi ; distingué.
Étymologie: ἐξ, αἰτέω.

English (Autenrieth)

ἐξαίρετος.

Spanish (DGE)

-ον
1 selecto, escogido, excelente οἶνόν τ' ἔξαιτον μελιηδέα Il.12.320, ἔξαιτοι ἐρέται Od.2.307, ἑκατόμβαι Od.5.102, cf. AP 6.332 (Hadr.), Man.2.226, 3.354, IG 22.3606.25 (II d.C.)
neutr. sg. como adv. extraordinariamente ἰαίνεσθε ἔξαιτον Call.Fr.80.9.
2 exigido, reclamado Μήδειαν δ' ἔξαιτον ἑοῦ ἐς πατρὸς ἄγεσθαι ἵεντ' exigían llevarse a casa de su padre a la reclamada Medea A.R.4.1004.

Greek Monolingual

ἔξαιτος, -ον (Α)
περιζήτητος, εξαίρετος, εκλεκτός («ἐξαίτους ἐρέτας», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἔξαιτος: -ον (αἰτέω), περιζήτητος, πολυπόθητος, εκλεκτός, εξαίρετος, σε Όμηρ.