χαλκοπαγής: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />κατασκευασμένος από χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[μπήγω]], [[στερεώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δορυ</i>-<i>παγής</i>, <i>ὑδρο</i>-<i>παγής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />κατασκευασμένος από χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[μπήγω]], [[στερεώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δορυ</i>-<i>παγής</i>, <i>ὑδρο</i>-<i>παγής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκοπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοπᾰγής Medium diacritics: χαλκοπαγής Low diacritics: χαλκοπαγής Capitals: ΧΑΛΚΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: chalkopagḗs Transliteration B: chalkopagēs Transliteration C: chalkopagis Beta Code: xalkopagh/s

English (LSJ)

ές,

   A made of bronze, σάλπιγξ AP6.46 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 1331] ές, von Erz oder Kupfer zusammengefügt, gemacht, σάλπιγξ Antp. Sid. 10 (VI, 46).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπᾰγής: -ές, κατεσκευασμένος ἐκ χαλκοῦ, σάλπιγξ Ἀνθ. Παλατ. 6. 46.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’airain.
Étymologie: χαλκός, πήγνυμι.

Greek Monolingual

-ές, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. δορυ-παγής, ὑδρο-παγής].

Greek Monotonic

χαλκοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ανθ.