τομαῖος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, θηλ. και -αία<br />Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> κομμένος, αποκομμένος («[[χαίτη]] τ' [[οὔτις]] τομαῑος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με [[τομή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκος]] τομαῑον» — ιαματικό [[φυτό]] κομμένο ή θρυμματισμένο και έτοιμο για [[χρήση]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τομή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=-ον, θηλ. και -αία<br />Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> κομμένος, αποκομμένος («[[χαίτη]] τ' [[οὔτις]] τομαῑος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με [[τομή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκος]] τομαῑον» — ιαματικό [[φυτό]] κομμένο ή θρυμματισμένο και έτοιμο για [[χρήση]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τομή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τομαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[τομή]])·<br /><b class="num">I.</b> κομμένος, αποκομμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> κομμένος σε τεμάχια, σχισμένος ή κομματιασμένος και [[έτοιμος]] για [[χρήση]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομαῖος Medium diacritics: τομαῖος Low diacritics: τομαίος Capitals: ΤΟΜΑΙΟΣ
Transliteration A: tomaîos Transliteration B: tomaios Transliteration C: tomaios Beta Code: tomai=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Alc.101 (lyr.): (τομή):—

   A cut, cut off, βόστρυχος, χαίτα (cf. τομή 1), A.Ch.168, E. l. c.    II cut in pieces, ἄκος τ. cut or shredded ready for use, A.Ch.539, Supp. 268.

German (Pape)

[Seite 1127] 3, auch 2 Endgn, 1) schneidend. – 2) pass., abgeschnitten, zerschnitten, χαίτα τομαῖος, Eur. Alc. 101; βόστρυχος, Aesch. Ch. 166; ἄκος τομαῖον πημάτων 532, wie Suppl. 265 ἄκη τομαῖα καὶ λυτήρια, erinnert an τέμνειν φάρμακα, Mittel, die die Wunde schneiden, heilen, od. die abgeschnitten, fertig da sind.

Greek (Liddell-Scott)

τομαῖος: -α, -ον, καὶ ος, ον, (τομή)· ― κεκομμένος, ἀποκεκομμένος, ἀποκοπείς, βόστρυχος, χαίτη (πρβλ. τομὴ Ι), Αἰσχύλ. Χο. 186. Εὐρ. Ἄλκ. 102. ΙΙ. κεκομμένος εἰς τεμάχια, κατατετμημένος, ἄκος τ., κεκομμένον ἢ ἐξεσμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Χο. 539, Ἱκέτ. 268· πρβλ. τέμνειν φάρμακα, ἴδε τέμνω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

α ou poét. ος, ον :
coupé : ἄκος τομαῖον πημάτων ESCHL remède qui supprime la douleur ; sel. d’autres remède tout coupé, càd tout prêt contre la douleur.
Étymologie: τομή.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -αία
Α
(ποιητ. τ.)
1. κομμένος, αποκομμένος («χαίτη τ' οὔτις τομαῑος», Ευρ.)
2. κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος
3. μτφ. αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με τομή
4. φρ. «ἄκος τομαῑον» — ιαματικό φυτό κομμένο ή θρυμματισμένο και έτοιμο για χρήση (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τομή + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

τομαῖος: -α, -ον και -ος, -ον (τομή
I. κομμένος, αποκομμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. κομμένος σε τεμάχια, σχισμένος ή κομματιασμένος και έτοιμος για χρήση, σε Αισχύλ.