ὀξίνης: Difference between revisions
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξίνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b>, (για [[κρασί]]) αυτός που έχει όξινη [[γεύση]], [[ξινός]] («[[ὀξίνης]] [[οἶνος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[κρασί]] με όξινη [[γεύση]], που διακρίνεται από το [[ξίδι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κακός]] [[χαρακτήρας]], [[δύστροπος]], [[ενοχλητικός]], [[δυσάρεστος]] («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην, ὀξίνην ὑπέρβολον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄξος]] «[[ξίδι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ελαφ</i>-<i>ίνης</i>, <i>κεγχρ</i>-<i>ίνης</i>)]. | |mltxt=[[ὀξίνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b>, (για [[κρασί]]) αυτός που έχει όξινη [[γεύση]], [[ξινός]] («[[ὀξίνης]] [[οἶνος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[κρασί]] με όξινη [[γεύση]], που διακρίνεται από το [[ξίδι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κακός]] [[χαρακτήρας]], [[δύστροπος]], [[ενοχλητικός]], [[δυσάρεστος]] («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην, ὀξίνην ὑπέρβολον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄξος]] «[[ξίδι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ελαφ</i>-<i>ίνης</i>, <i>κεγχρ</i>-<i>ίνης</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀξίνης:''' [ῐ], -ου, ὁ, [[οξύς]], [[ξινός]], [[δριμύς]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ,
A sharp, sour, χυμός Plu.2.913b (codd. Wyttenb., ὀξὺν codd. Bernardak.) ; ὀξίνης (sc. οἶνος), ὁ, sour wine, Hermipp.91, Thphr.HP9.11.1 ; ὀ. οἶνος Hp.Vict.2.52 (in pl. ὀξίναι), Thphr.HP 9.20.4, Diph.82 : distd. from ὄξος, Plu.2.732b,1047e. 2 metaph., sour-tempered, tart, πολίτης Ar.Eq.1304 ; θυμός Id.V.1082.—In Gp. 6.4.2 and Phryn. PSp.92 B., we find ὄξινος :—also ὄξυνος v. l. in Gp. l.c.
German (Pape)
[Seite 351] ὁ, οἶνος, saurer Wein, Krätzer, dem χρηστὸς οἶνος entgeggstzt, Plut. de tranq. anim. 8; und adjectiv., χυμός, herb, als eigenthümlicher Geschmack des unreifen Weines bezeichnet, der nachher in den οἰνώδης übergeht, doch auch den ῥοιαί u. μῆλα beigelegt, Qu. nat. 5, während πικρός von der Olive gilt. – Uebertr., θυμός, Ar. Vesp. 1082, u. von Menschen ὁ ὀξ., der Sauertopf, mürrisch, grämlich, Equ. 1301.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξίνης: [ῐ], -ου, «ξινός», χυμὸς Πλούτ. 2. 913Β· - ὀξίνης (ἐξυπ. οἶνος), ὁ, ξινὸν κρασί, Ἕρμιππ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1· ὀξ. οἶνος αὐτόθι 9. 20, 4, Δίφιλος ἐν «Φιλαδέλφοις» 2· - διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὄξους, Πλούτ. 2. 732Β, 1047Ε. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων δυσάρεστον χαρακτῆρα, δύστροπος, πολίτης Ἀριστοφ. Ἱππ. 1304· θυμὸς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1082. - Ἐν Γεωπ. 6. 4, 5, ἔχομεν τὸν τύπον ὄξινος.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
aigre, sur.
Étymologie: ὀξύς.
Greek Monolingual
ὀξίνης, ὁ (Α)
1. ως επίθ., (για κρασί) αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινός («ὀξίνης οἶνος», Ιπποκρ.)
2. ως ουσ. κρασί με όξινη γεύση, που διακρίνεται από το ξίδι
3. μτφ. κακός χαρακτήρας, δύστροπος, ενοχλητικός, δυσάρεστος («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην, ὀξίνην ὑπέρβολον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + επίθημα -ίνης (πρβλ. ελαφ-ίνης, κεγχρ-ίνης)].