πάνεφθος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[πάρα]] πολύ βρασμένος ή ψημένος<br /><b>2.</b> (για μέταλλα) [[πάρα]] πολύ καθαρισμένος, απαλλαγμένος από [[κάθε]] [[ξένη]] [[πρόσμιξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἑ φθός</i> «βρασμένος, ψημένος, [[καθαρός]]» (για μέταλλα)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[πάρα]] πολύ βρασμένος ή ψημένος<br /><b>2.</b> (για μέταλλα) [[πάρα]] πολύ καθαρισμένος, απαλλαγμένος από [[κάθε]] [[ξένη]] [[πρόσμιξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἑ φθός</i> «βρασμένος, ψημένος, [[καθαρός]]» (για μέταλλα)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάνεφθος:''' [ᾰ], -ον, λέγεται για μέταλλα, [[πολύ]] [[καθαρός]], [[ολότελα]] [[ανόθευτος]] ή [[αμιγής]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:33, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνεφθος Medium diacritics: πάνεφθος Low diacritics: πάνεφθος Capitals: ΠΑΝΕΦΘΟΣ
Transliteration A: pánephthos Transliteration B: panephthos Transliteration C: panefthos Beta Code: pa/nefqos

English (LSJ)

ον,

   A quite boiled; of metals, quite cleansed of dross, κασσίτερος Hes. Sc.208.

German (Pape)

[Seite 459] ganz gekocht; κασσίτερος, ganz von Schlacken geläutert, Hes. Sc. 208.

Greek (Liddell-Scott)

πάνεφθος: [ᾰ], -ον, πάνυ ἐφθός: ἐπὶ μετάλλων, κεκαθαρμένος, τελείως ἀπηλλαγμένος κόνεως, ἀκαθαρσίας κ.τ.τ., πανέφθου κασσιτέροιο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait cuit ; purifié par le feu.
Étymologie: πᾶς, ἑφθός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο πάρα πολύ βρασμένος ή ψημένος
2. (για μέταλλα) πάρα πολύ καθαρισμένος, απαλλαγμένος από κάθε ξένη πρόσμιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἑ φθός «βρασμένος, ψημένος, καθαρός» (για μέταλλα)].

Greek Monotonic

πάνεφθος: [ᾰ], -ον, λέγεται για μέταλλα, πολύ καθαρός, ολότελα ανόθευτος ή αμιγής, σε Ανθ.